αλτουλούχ
(ουσ. ουδ.)
αλτουλούχ
[altuˈlux]
Μισθ., Τσαρικ.
Από το τουρκ. επίθ. altılık = εξαπλός, στην σημ. ‘εξάσφαιρος’, πβ. τουρκ. ουσ. altıpatlar = εξάσφαιρο περίστροφο και ουσιαστικοπ. altili = εξάσφαιρο όπλο, ρεβόλβερ.
Πιστόλι, περίστροφο, εξάσφαιρο
ό.π.τ.
:
Φορώνου ντ' αλτουλούχ
(Φέρω πάνω μου το πιστόλι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ντώκαν ντα αλτουλούχια, ντώκαν ντα τουφιάνια
(Τους έδωσαν περίστροφα, τους έδωσαν τουφέκια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
εξάρι