ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αλτουλούχ (ουσ. ουδ.) αλτουλούχ [altuˈlux] Μισθ., Τσαρικ. Από το τουρκ. επίθ. altılık = εξαπλός, στην σημ. ‘εξάσφαιρος’, πβ. τουρκ. ουσ. altıpatlar = εξάσφαιρο περίστροφο και ουσιαστικοπ. altili = εξάσφαιρο όπλο, ρεβόλβερ.
Πιστόλι, περίστροφο, εξάσφαιρο ό.π.τ. : Φορώνου ντ' αλτουλούχ (Φέρω πάνω μου το πιστόλι) Μισθ. -Κοτσαν. Ντώκαν ντα αλτουλούχια, ντώκαν ντα τουφιάνια (Τους έδωσαν περίστροφα, τους έδωσαν τουφέκια) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. εξάρι