ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αλτινιάζω (ρ.) Αόρ. αλτινάσα [altiˈnasa] Σινασσ. Από το επίθ. αληθινός, όπου και τύπ. αλτινός, και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
Κοκκινίζω : Έπεσεν ασ' το δέντρο ένα ρόιδι επάνω στη φυλλάδα και σευτύς η φυλλάδα αλτινάσεν (Έπεσε από το δέντρο ένα ρόδι πάνω στην σελίδα του βιβλίου, και αμέσως η σελίδα κοκκίνισε) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. αλτινίζω, γιζιλαντίζω