αλτινιάζω
(ρ.)
Αόρ.
αλτινάσα
[altiˈnasa]
Σινασσ.
Από το επίθ. αληθινός, όπου και τύπ. αλτινός, και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
Κοκκινίζω
:
Έπεσεν ασ' το δέντρο ένα ρόιδι επάνω στη φυλλάδα και σευτύς η φυλλάδα αλτινάσεν
(Έπεσε από το δέντρο ένα ρόδι πάνω στην σελίδα του βιβλίου, και αμέσως η σελίδα κοκκίνισε)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
αλτινίζω, γιζιλαντίζω