αλτουνώνας
(επίθ.)
αλτουνώνα
[altuˈnona]
Τσουχούρ., Φάρασ.
αλτ͑ουνώνα
[altʰuˈnona]
Φάρασ.
αλτονιώνας
[altoˈɲonas]
Μισθ.
αλτι̂νιώνας
[altɯˈɲonas]
Αξ., Φλογ.
Από το ουσ. αλτούνι και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Χρυσός, μαλαματένιος
ό.π.τ.
:
Δέβασαν τ’ αλτουνώνα λαχτυλίδα σων κοριτσών τα σ̑έρα, σεμαδεύταν
(Πέρασαν τα χρυσά δαχτυλίδια στα χέρια των κοριτσιών, αρραβωνιάστηκαν)
Φάρασ.
-Παπαδ.
T' ακατσούκες αλτι̂νιώνας νίσ̑κονdαι με;
(Οι χύτρες γίνονται χρυσές;)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Ποίτσινι αν αλτουνώνα τόπι
(Έφτιαξε μιά χρυσή μπάλα)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Αλτι̂νιώνας λίρες
(Χρυσές λίρες)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
|| Φρ.
Τ’ αλτι̂νιώνας τύρα, 'ς ξ̑υλιώνας τύρα πέφτ’ 'ς το χαdζ̑άτ
(Η μαλαματένια πόρτα πέφτει στην ανάγκη της ξύλινης πόρτας˙ ο ανώτερος έχει πάντα ανάγκη τον κατώτερο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Έσ̑ει τ' αλτουνώνα το βροσ̑άλι σα σ̑έρε του
(Έχει το χρυσό βραχιόλι στα χέρια του-της˙ για τους καλούς τεχνίτες ή τις καλές νοικοκυρές)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.