ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αλτουνένι (επίθ.) Ουδ. αλτ̔ουνένι [altʰuˈneni] Σίλ. αλτουλένι [altuˈleni] Σίλ. Από την τουρκ. πτωτική μορφή altının του επιθ. altın. Εναλλακτικά, από το ουσ. αλτούνι και το παραγωγ. επίθμ. -ένι, πιθ. ουδ. του μεσν. επιθμ. -ένος, που μαρτυρείται και στην Ποντιακή (βλ. Χατζιδάκις, ΜΝΕ Β', 118).
Χρυσός, μαλαματένιος ό.π.τ. : Σε τουν ποίσου ένα παιρί οπ’ αλτουλένια μαλλιά, αλτουλένια σακάλια κι αλτουλένια μπιγίχγια (Θα του κάνω ένα παιδί με χρυσά μαλλιά, χρυσά γένια και χρυσά μουστάκια) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Συνών. μαλαματιώνας, φλουριώνας, χρυσός