άλογο
(ουσ. ουδ.)
άλογο
[ˈaloɣo]
Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ποτάμ., Τζαλ., Φλογ.
άλουγου
[ˈaluɣu]
Μαλακ., Μισθ., Σεμέντρ., Τσαρικ.
άλοχο
[ˈalοxo]
Ουλαγ.
άβγο
[ˈavɣo]
Σατ., Φάρασ.
άβγου
[ˈavɣu]
Τσουχούρ.
Γεν.
αλογάτ'
[aloˈɣat]
Αξ.
αλουγουϊού
[aluɣuˈʝu]
Μισθ.
Πληθ.
αλόγατα
[aˈloɣata]
Ανακ., Αξ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ.
αλούγαdα
[aˈluɣada]
Μισθ., Τσαρικ.
άβγα
[ˈavɣa]
Σατ.
Μεταγν. ουσ. ἄλογον, το οπ. από ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. ἄλογος = μη λογικό (για τα ζώα). Oι τύπ. άβγο, άβγου με αποβολή μεσοφωνηεντικού [l], ανύψωση του πρώτου [ο] σε [u] και κατοπινή συμφωνοποίησή του σε [v], δηλ. άλογο > άογο > άουγο > άβγο (Ανδριώτης 1948: 19), πβ. και άλλος > άου > αβ.
Άλογο
ό.π.τ.
:
Ο βασιλέας κάλλεψεν σο άλογο τ’ απάνω
(Ο βασιλιάς καβάλησε το άλογο)
Γαλλίτσ̑εψαν τ’ άβγα τουν, τσ̑' έβκαν ση στράτα
(Καβάλησαν τ' άλογά τους, και βγήκαν στον δρόμο)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Έχουν ντυό γεϊνια αλούγατα
(Έχω δύο γερά άλογα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Κρέω ένα άλοχο γκαι να πάω ντεκοχτώ βουνιά πίσω
(Θέλω ένα άλογο και θα πάω πέρα από 18 βουνά)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Μόνο παπά νύφ' ντε καλλεύ' 'ς άλογο
(Μόνο του παπά η νύφη (την ημέρα του γάμου της, λόγω σεβασμού) δεν καβαλάει σε άλογο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Αλουγουϊού μούϊα
(Αλογόμυγα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Αλουγουϊού τράζα
(Η ουρά του αλόγου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ντα σέφλα τ' γίν' δα 'ς άλουγου
(Τα φλούδια (του μήλου) τα δίνει στο άλογο)
Τσαρικ.
-Καραλ.
|| Φρ.
Κάλλεψεν γιαβόλ’ αλόγατα
(Καβάλησε τα άλογα του διαβόλου˙ για όποιον βιάζεται υπερβολικά)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
'ς αλογιού το μέρος έdεσε γαϊdούρ’
(Στου αλόγου το μέρος έδεσε γάιδαρο˙ Όταν κάποιος διώχνει το κακό για να κρατήσει το καλό)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ασ' το άλογο ομbρό σο αχούρ’ μη μπαίνεις
(Από το άλογο μπροστά στο αχούρι μην μπαίνεις˙ για αυθάδεις και επιπόλαιους που συνεχώς βιάζονται)
Αραβαν.
-Μαυρ.-Κεσ.
Αν ντεν έχεις αυλή, τ’ άλογο τσ̑ι να το π'κείς;
(Αν δεν έχεις αυλή, το άλογο τι να το κάνεις;˙ για όποιον ετοιμάζεται να κάνει κάτι χωρίς τα απαιτούμενα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Το τουφάν̇κ̔ι, ο ταμπουράς τσ̑αι τ’ άβγο εμϊέτ͑ιν τζ̑ο 'ίνεται
(Το τουφέκι, ο ταμπουράς και το άλογο δεν δανείζονται˙ κάποια σημαντικά πράγματα δεν πρέπει να δανείζονται)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Αραdέζ̑’ ψοφισμέν’ άλογα να βγάλ’ τα πέτ-ταλα τ'νε
(Γυρεύει τα ψόφια άλογα να βγάλει τα πέταλά τους˙ για όσους θέλουν να ωφεληθούν από την ατυχία των άλλων)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Του Κωνσταντίνου τ’ άλογο στην πόρτα ήλθε, στάθη
((Του Κωνσταντίνου τ’ άλογο στην πόρτα πήγε και στάθηκε)) Σινασσ. -Lag. Συνών. μαύρος, χαϊβάνι
((Του Κωνσταντίνου τ’ άλογο στην πόρτα πήγε και στάθηκε)) Σινασσ. -Lag. Συνών. μαύρος, χαϊβάνι