χαϊβάνι
(ουσ. ουδ.)
χαϊβάνι
[xaiˈvani]
Αφσάρ., Σίλ., Φάρασ.
χαϊβάν'
[xaiˈvan]
Ανακ., Αραβαν., Αραβ., κ.α., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Τροχ., Τσουχούρ., Φλογ.
Από το νεότ. ουσ. χαϊβάνι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. hayvan = α) ως ουσ., ζώο β) μτφ. ως επίθετο, ηλίθιος.
1. Ζώο
ό.π.τ.
:
Γιαbανούδια χαϊβάνια
(άγρια ζώα)
Τελμ.
-Dawk.
Μπαίν-νει απέσου. χαϊβάνιν ντου αφήν-νει τα όξου
(Μπαίνει μέσα, το ζώο το αφήνει έξω)
Σίλ.
-Dawk.
Ντήζου ντου χαϊβάν' σου πασσάλ'
(Δένω το ζώο στον πάσσαλο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Να 'ινήτε σα χαϊβάνε σας αυτέν'
(Να γίνετε αφεντικά στα ζώα σας, να μαζέψετε τα ζώα σας)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Σπούdαζα και κώλυνα το χαϊβάν'
(Βιαζόμουν και τσίγκλαγα το ζώο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το ουρκιάρ’ αν πέφτισκε πάνω σ’ χαϊβάν' ψόφαγε
(Αν έπεφτε το άστρο πάνω σε ζώο, ψόφαγε)
Τροχ.
-Νίγδελ.Λ.
Τζ̑ό καράκουσις τό στάβκου, έβκαν τα χαϊβάνα έφααν τον τραχανά
(Δεν έκλεισες καλά τον στάβλο, βγ΄καν έξω τα ζώα και έφαγαν τον τραχανά)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Φρ.
Χαϊβάν’ χαχού
(Δικαίωμα του ζώου˙ Λέγεται όταν κάτι κάνει μόνο για ζώα και δεν πρέπει να καταναλωθει από άνθρωπο)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Ασμ.
Πενήνdα ημέρες ’ύρτσεν ντα τ͑ουβάνι,
είπαν τι τζ̑αι τα χαϊβάνια αμάνι ( Για πενήντα ημέρες το γύρισε σε χιονοθύελλα,
ακόμα και τα ζώα είπαν αμάν ) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ.
είπαν τι τζ̑αι τα χαϊβάνια αμάνι ( Για πενήντα ημέρες το γύρισε σε χιονοθύελλα,
ακόμα και τα ζώα είπαν αμάν ) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ.
β.
Ειδικότ., άλογο
Σίλ.
:
Κισνεdέ χαϊβάνι μας
(Το άλογό μας χλιμιντρίζει
)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Άι-Γιώργης μι τ' χαϊβάνιν του
(Ο Άι Γιώργης με το άλογό του
)
Σίλ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
2. Μτφ., ανόητος άνθρωπος, ζώον
Μισθ., Σινασσ., Φάρασ.
:
Πολύ χαϊβάν' είσαι και πολύ αχμάχ άνθρωπος είσαι
(Πολύ ζώον είσαι και πολύ ηλίθιος άνθρωπος είσαι)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Ντεμέκ πγίνεις εμφιαλωμένο λερό, αν δα χαϊβάνια παίνουμ' γοράζουμ' ντου
(Τάχα μου πίνεις εμφιαλωμένο νερό, σαν τους χαζούς πάμε και το αγοράζουμε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Χαϊβάνογλου χαϊβάν'
(Ζώον Ζωόπουλου˙ Εντελώς ηλίθιος)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.
Συνών.
αγναμάζης, ακιλσούζης, αναγροίκιστος, ανξιούζης, ανόητος, απτάλης