απτάλης
(ουσ. αρσ.)
αμπτάλης
[abˈtalis]
Σινασσ.
απ͑τάλης
[apʰˈtalis]
Φάρασ.
απ͑τάλ'
[apʰˈtal]
Μισθ., Φάρασ.
απτάλος
[apˈtalos]
Ανακ., Φλογ.
άπσταλος
[ˈapstalos]
Μαλακ.
Ουδ.
απ͑τάλι
[apʰˈtali]
Φάρασ.
Θηλ.
απ͑ταλού
[apʰtaˈlu]
Φάρασ.
Πληθ.
απτάλοι
[apˈtali]
Ανακ.
απστάλ'
[apˈstal]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. abdal > aptal = α) μουσουλμάνος καλόγερος β) περιπλανώμενος ζητιάνος γ) ως επίθ., ηλίθιος, ανόητος. Για τους τύπ. άπσταλος-απστάλ’, πβ. και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. abcal = αυτός που κουτσαίνει κι ας μην είναι τραυματισμένος.
1. Μουσουλμάνος καλόγερος
Φάρασ.