ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

απτάλης (ουσ. αρσ.) αμπτάλης [abˈtalis] Σινασσ. απ͑τάλης [apʰˈtalis] Φάρασ. απ͑τάλ' [apʰˈtal] Μισθ., Φάρασ. απτάλος [apˈtalos] Ανακ., Φλογ. άπσταλος [ˈapstalos] Μαλακ. Ουδ. απ͑τάλι [apʰˈtali] Φάρασ. Θηλ. απ͑ταλού [apʰtaˈlu] Φάρασ. Πληθ. απτάλοι [apˈtali] Ανακ. απστάλ' [apˈstal] Μαλακ. Από το τουρκ. ουσ. abdal > aptal = α) μουσουλμάνος καλόγερος β) περιπλανώμενος ζητιάνος γ) ως επίθ., ηλίθιος, ανόητος. Για τους τύπ. άπσταλος-απστάλ’, πβ. και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. abcal = αυτός που κουτσαίνει κι ας μην είναι τραυματισμένος.
1. Μουσουλμάνος καλόγερος Φάρασ.
2. Ζητιάνος ό.π.τ. Συνών. γιολτζής :2, ζητιέρης, ντεσιριτζής, ντιλεντζής
3. Ως επίθ., ανόητος, ηλίθιος Φάρασ. Συνών. αβανάκος, ακιλσούζης, ανόητος, αχμάκης