αράδα
(ουσ.)
αράδα
[aˈraða]
Μαλακ., Σινασσ., Τζαλ.
'ράδα
[ˈraða]
Μαλακ., Τσουχούρ., Φάρασ.
Μεσν. ουσ. ἀράδα (στην σημ. 1) από το βενετ. a rada = στο αγκυροβόλιο (ναυτικός όρος για πλοία που περιμένουν στην σειρά αγκυροβολημένα έξω από το λιμάνι για φορτοκεφόρτωση και ανεφοδιασμό). Ο τύπ. 'ράδα με αποβ. άτονου αρκτ. φων. επίσης μεσν., μαρτυρείται ως επίρρ. με την σημ. ‘στην σειρά’.
β.
Αράδα κειμένου
Μαλακ., Σατ., Φάρασ.
:
Πίταξιν α μεκτούπι· σην άκρα του έγραψιν τζαι α ’ράδα σα ρωμάκα
(Έστειλε ένα γράμμα· στην άκρη του έγραψε και μιά αράδα στα ελληνικά
)
Σατ.
-Παπαδ.
2. Σειρά σε χρονική ακολουθία
Τσουχούρ., Φάρασ.
:
Μο ντη 'ράδα
(με την σειρά)
Φάρασ.
-Dawk.
Μπεκλετίσκαν την ’ράδα τουν να 'λέσουν το κοτσί
(Περίμεναν την σειρά τους να αλέσουν το σιτάρι)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Ήρτιν η 'ράδα ν'τα παγάσει η νύφη το φαΐ σον παπά
(Ήρθε η σειρά της νύφης να πάει το φαΐ στον παπά)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.
|| Παροιμ.
Μο τους παράδε τζ̑ό 'νι, έν' μο τη 'ράδα τουν
(Με τους παράδες δεν είναι, είναι με την αράδα τους˙ Το έλεγαν όταν κάποιος στο κοινοτικό συμβούλιο μιλούσε πρώτος χωρίς να αφήνει πρώτα να μιλήσουν οι γεροντότεροι)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
σειρά, Πβ.
νομπέτι