ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αράδα (ουσ.) αράδα [aˈraða] Μαλακ., Σινασσ., Τζαλ. 'ράδα [ˈraða] Μαλακ., Τσουχούρ., Φάρασ. Μεσν. ουσ. ἀράδα (στην σημ. 1) από το βενετ. a rada = στο αγκυροβόλιο (ναυτικός όρος για πλοία που περιμένουν στην σειρά αγκυροβολημένα έξω από το λιμάνι για φορτοκεφόρτωση και ανεφοδιασμό). Ο τύπ. 'ράδα με αποβ. άτονου αρκτ. φων. επίσης μεσν., μαρτυρείται ως επίρρ. με την σημ. ‘στην σειρά’.
1. Σειρά ανθρώπων ή πραγμάτων που παρατάσσονται η τοποθετούνται σε μιά γραμμή Σινασσ., Τζαλ. : Παιδιά, στην αράδα σας! (Παιδιά, στην σειρά σας!) Σινασσ. -Αρχέλ. || Φρ. Στη 'ράδα μου (Στην σειρά μου˙ Κοντά μου) Μαλακ. -ΚΜΣ-ΚΠ177 Συνών. σειρά, τακίμι
β. Αράδα κειμένου Μαλακ., Σατ., Φάρασ. : Πίταξιν α μεκτούπι· σην άκρα του έγραψιν τζαι α ’ράδα σα ρωμάκα (Έστειλε ένα γράμμα· στην άκρη του έγραψε και μιά αράδα στα ελληνικά ) Σατ. -Παπαδ.
2. Σειρά σε χρονική ακολουθία Τσουχούρ., Φάρασ. : Μο ντη 'ράδα (με την σειρά) Φάρασ. -Dawk. Μπεκλετίσκαν την ’ράδα τουν να 'λέσουν το κοτσί (Περίμεναν την σειρά τους να αλέσουν το σιτάρι) Φάρασ. -Παπαδ. Ήρτιν η 'ράδα ν'τα παγάσει η νύφη το φαΐ σον παπά (Ήρθε η σειρά της νύφης να πάει το φαΐ στον παπά) Τσουχούρ. -Αναστασ.Μ. || Παροιμ. Μο τους παράδε τζ̑ό 'νι, έν' μο τη 'ράδα τουν (Με τους παράδες δεν είναι, είναι με την αράδα τους˙ Το έλεγαν όταν κάποιος στο κοινοτικό συμβούλιο μιλούσε πρώτος χωρίς να αφήνει πρώτα να μιλήσουν οι γεροντότεροι) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. σειρά, Πβ. νομπέτι