ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αραβουσί (επίρρ.) αραβουσί [aravuˈsi] Φάρασ. αραβἀι [araˈvai] Σινασσ., Φάρασ. Aπό το δεικτ. επίρρ. αρέ και το τροπ. επίρρ. ούτσα, όπου και τύπ. αβούτσα, αβούτσι, αβουσί. Πβ. το ποντ. επίρρ. αραέτσι, όπου και τύπ. αραβούτσ' (ΙΛΝΕ, λ. ἀραέτσι, Παπαδόπουλος 1958-1961, λ. ἀραέτσι).
Ακριβώς έτσι ό.π.τ. Συνών. αραβούτσικα