απτουλατζίδι
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
απτουλαdζίδια
[aptulaˈdziðʝa]
Ανακ.
Από το τουρκ. ουσ. abdülleziz = α) το φυτό Κίτρινη κύπερη (Cyperus esculentus) β) ο γλυκός και λιπαρός καρπός του φυτού. Για την ετυμολ. βλ. Κωστάκης (1963: 113).
Αερομέλι, το κολλώδες και γλυκό έκκριμα του εντόμου Coccus manniparus, που έχει θεραπευτικές ιδιότητες