ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αραμπατζής (ουσ. αρσ.) αραbατζ̑ής [arabaˈdʒis] Μαλακ., Σίλ., Φλογ. αραbατζ̑ή [arabaˈdʒi] Τροχ. αραbαdζής [arabaˈdzis] Μισθ., Μπέηκ., Σίλ. αραπατσ̑ής [arapaˈtʃis] Φάρασ. Πληθ. αραbατζ̑ήδε [arabaˈdʒiðe] Φλογ. χαραbαdζής [xarabadzis] Σινασσ. Από το νεότ. ουσ. ἀραμπατζής (πβ. Καλλίν. 'Επιστ. 4.18.1327 «Ἐκεῖ οὖν ἐγλεντίσαντες πριχοῦ νὰ βασιλεύσῃ εἴπομεν τὸν ἀραμπατζὴ ὀπίσω νὰ μισεύσῃ»), το οπ. από το τουρκ. ουσ. arabacı = αμαξάς. Για τον τύπ. χαραbαdζής, πβ. τουρκ. ουσ. araba, όπου και διαλεκτ. τύπ. haraba.
1. Αμαξάς ό.π.τ. : Αραbατζ̑ής πήρι τ' αραbά, έφ'γι (Ο αραμπατζής πήρε τον αραμπά κι έφυγε) Σίλ. -Κωστ.Σ. Εκεί στάχα αραbαdζής ’ς ένα Τούρκο (Εκεί δούλεψα αμαξάς σ' έναν Τούρκο) Μπέηκ. -ΚΜΣ-ΚΠ251 Αραbατζ̑ήδ' μαζεύταν 'ς ένα χάν', έπιανε και μέθ'σανε (Οι αμαξάδες μαζεύτηκαν σ' ένα χάνι, ήπιανε και μέθυσαν) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812
2. Αμαξοποιός Φάρασ.
Τροποποιήθηκε: 29/08/2025