αραχθίνα
(ουσ. θηλ.)
αραχθίνα
[araˈxθina]
Ανακ.
Από αμάρτ. ουσ. *αραχνίνα (από το αρχ. ουσ. ἀράχνη και το παραγωγ. επίθμ. -ίνα) με ανομ. του [n] της παραλήγ.
Αράχνη
Συνών.
γαλέ :1, μούντζα :3, ορουμτσέκι, σκλάντζη, σκορπιός :2, τσιλιγάδι