ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αργακεί (ουσ. ουδ.) αγραεκεί [aɣraeˈci] Αξ. αργακικεί [arɣaciˈci] Φλογ. αγρατσεί [aɣraˈtsi] Μισθ. αγραdζεί [aɣraˈdzi] Μισθ. αγραdζά [aɣraˈdza] Μισθ. αργαέν κονdά [arɣaˈen konˈda] Μαλακ. Υποχωρητ. από το επίθ. αργατινός, παρετυμολογ. προς το επίρρ. εκεί, όπου και τύπ. 'τσ̑εί. Ο τύπ. αργαdζά από το επίρρ. εκειά, όπου και τύπ. 'τσ̑ά.
Απόγευμα ό.π.τ. : Ντ' αγρατσεί να σι πάου σου ιζ̑ά σ' (Το απόγευμα θα σε πάω στην θεία σου) Μισθ. -Φατ. T’ αγραεκεί, τον έρτ'νε ασ' τα ξ̑ύλα, εγώ ας πάρω το κορίτσ̑' (Tο απόγευμα, όταν γυρίσουν από τα ξύλα, εγώ ας πάρω το κορίτσι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Nτ' αγρατσεί να μπασλαϊσουμ' να σωρωφτούμ' (Το απόγευμα θα αρχίσουμε να μαζευόμαστε) Μισθ. -Κοτσαν. Κάθι αγρατσεί χέκιξιν ντου ράδιο (Κάθε απόγευμα έβαζε το ραδιόφωνο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ντ' αργατσεί πάτανι ένα βροχός, σ̑ύλουνι ντα (Το απόγευμα πάταγε μία βροχή, τα μούσκευε) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ντ' αγρατσεί ερόδουμιστι, παραμαίνισκαμ', λύισκαμ' ντ' άλουγου (Το απόγευμα ερχόμασταν, επιστρέφαμε σπίτι, λύναμε το άλογο) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. αργά :1, ικιντί, σπέρα, χατρά