αργακεί
(ουσ. ουδ.)
αγραεκεί
[aɣraeˈci]
Αξ.
αργακικεί
[arɣaciˈci]
Φλογ.
αγρατσεί
[aɣraˈtsi]
Μισθ.
αγραdζεί
[aɣraˈdzi]
Μισθ.
αγραdζά
[aɣraˈdza]
Μισθ.
αργαέν κονdά
[arɣaˈen konˈda]
Μαλακ.
Υποχωρητ. από το επίθ. αργατινός, παρετυμολογ. προς το επίρρ. εκεί, όπου και τύπ. 'τσ̑εί. Ο τύπ. αργαdζά από το επίρρ. εκειά, όπου και τύπ. 'τσ̑ά.
Απόγευμα
ό.π.τ.
:
Ντ' αγρατσεί να σι πάου σου ιζ̑ά σ'
(Το απόγευμα θα σε πάω στην θεία σου)
Μισθ.
-Φατ.
T’ αγραεκεί, τον έρτ'νε ασ' τα ξ̑ύλα, εγώ ας πάρω το κορίτσ̑'
(Tο απόγευμα, όταν γυρίσουν από τα ξύλα, εγώ ας πάρω το κορίτσι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Nτ' αγρατσεί να μπασλαϊσουμ' να σωρωφτούμ'
(Το απόγευμα θα αρχίσουμε να μαζευόμαστε)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Κάθι αγρατσεί χέκιξιν ντου ράδιο
(Κάθε απόγευμα έβαζε το ραδιόφωνο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ντ' αργατσεί πάτανι ένα βροχός, σ̑ύλουνι ντα
(Το απόγευμα πάταγε μία βροχή, τα μούσκευε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ντ' αγρατσεί ερόδουμιστι, παραμαίνισκαμ', λύισκαμ' ντ' άλουγου
(Το απόγευμα ερχόμασταν, επιστρέφαμε σπίτι, λύναμε το άλογο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
αργά :1, ικιντί, σπέρα, χατρά