ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αργαστήρι (ουσ. ουδ.) αργαστήρι [arɣaˈstiri] Σινασσ. αργασ̑τήρ' [arɣaˈʃtir] Φλογ. αγραστήρ' [aɣraˈstir] Μαλακ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ. Από το αρχ. ουσ. ἐργαστήριον. Ο τύπ. αργαστήριν μεσν. Ο τύπ. αγραστήρ' με μετάθ. υγρού.
1. Εργαστήριο, χώρος όπου εξασκείται μία τεχνική-βιοτεχνική εργασία ό.π.τ. Πβ. κιαρχανάς, μπεζιρχανές
2. Παντοπωλείο, εμπορικό κατάστημα ό.π.τ. : Ο ταγή μ' ο Γιωγάνης ήρτε στο Χαϊτάρ πασά ανdικρύ μ' και με πήγεν στο αργαστήρι τ' (Ο θείος μου ο Ιωάννης με συνάντησε στην συνοικία Χαϊντάρπασα της Πόλης και με πήγε στο μαγαζί του) Σινασσ. -Λεύκωμα Συνών. μαγαζάς :1, ντουκάνι