ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντουκάνι (ουσ. ουδ.) ντουκιάνι [duˈcani] Σίλ. τϋκιάνι [tyˈcanɯ] Σίλ. τουκ-κιάνι [tucˈcani] Φάρασ. ντουκάνι [duˈkani] Φάρασ. τουκάνι [tuˈkani] Τσουχούρ., Φλογ. τ͑ουκάν' [tʰuˈkan] Ανακ., Αξ., Τροχ., Φλογ. τ͑οκάν' [tʰoˈkan] Μισθ. Πληθ. τ͑οκάνια [tʰoˈkaɲa] Μισθ., Τροχ. τϋκένια [tyˈceɲa] Σίλ. Από το μεσν. ουσ. ντουκάνιν, το οπ. από το παλ. τουρκ. ουσ. dükkân = μαγαζί (< περσ.) (Shurukov 2015: 225), όπου και διαλεκτ. τύπ. dukan, tükan και tukan.
1. Μαγαζί, κατάστημα Αξ., Σίλ., Τροχ., Φάρασ., Φλογ. : Εκεί σο χωριό άνοιξεν ένα τουκάν (Εκεί στο χωριό άνοιξε ένα μαγαζί) Φλογ. -Dawk. 'γώ σα κλουρώσω ντουκιάνι μου και να κάτσουμι σου μας τρεις τέσσαρας μέρας (Εγώ θα κλειδώσω το μαγαζί μου και θα κάτσετε μαζί μας 3-4 μέρες) Σίλ. -Συλλ. Γιόμωσεν σο τουκάν' κ' άλα πολά ρίζgι, και πουλεί (Γέμισε το μαγαζί με πολλά είδη υφασμάτων, και πουλά) Φλογ. -Dawk. Το παιδί παίρ' το βόιτ' αbεgεί σο τουκάνι τ' ομbρό (Tο παιδί παίρνει το βόδι μπροστά από το μαγαζί εκεί) Φλογ. -Dawk. Ύστερα σαράφος πάλι πήγεν σο τουκάνι τ' (Ύστερα ο αργυραμοιβός πήγε ξανά στο μαγαζί του) Φλογ. -Dawk. Παγαίννει 'ς τϋκιάνιν ντου (Πηγαίνει στο μαγαζί του) Σίλ. -Dawk. Παίραμι κ͑ιρπίτα, παίραμι κωστή ’πό σο τουκάνι (Αγοράζαμε σπιρτόκουτα, αγοράζαμε κλωστή από το κατάστημα) Τσουχούρ. -VLACH Eδώ πέρα ισ̑ύ ένα τ͑ουκάν’ δεν έχ̇îς, ένα σ̑έι δεν έχ̇îς, τίαλ’ τα σ̑άνεις ζενα̈α̈́τια; (Εδώ πέρα δεν έχεις ούτε ένα μαγαζί, δεν έχεις ένα πράγμα, πώς λες ότι κατέχεις τις τέχνες;) Φλογ. -ΚΜΣ-CD Συνών. αργαστήρι, μαγαζάς
2. Καφενείο, που συνήθως συνδυαζόταν με μπακάλικο Μισθ. : Πουρπάτ' ντογρού ομbρό να βρίξεις ντου τ͑οκάν' (Περπάτα ίσια μπροστά να βρεις το καφενείο) Μισθ. -Κοτσαν. Να πάου μι ντου σύντικλου μ' σου τ͑οκάν (θα πάω με τον κουμπάρο στο καφενείο) Μισθ. -Κοτσαν. Ντου χειμό παίνιξαμ' σου τ͑οκάν' απ’ του πρωί τσι ους του βριαϊ παίιξαμ' σκαμπίλια (Τον χειμώνα πηγαίναμε στο καφενείο από το πρωί και μέχρι το βράδυ παίζαμε χαρτιά) Μισθ. -Κοτσαν. Κλώχ'νι σα τοκάνια, πγίν'νι γαϊφέϊα (Τριγυρνάνε στα καφενεία, πίνουν καφέδες) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. καφενές, καφές
Τροποποιήθηκε: 15/10/2025