ντουκάνι
(ουσ. ουδ.)
ντουκιάνι
[duˈcani]
Σίλ.
τϋκιάνι
[tyˈcanɯ]
Σίλ.
τουκ-κιάνι
[tuk:ˈcani]
Φάρασ.
ντουκάνι
[duˈkani]
Φάρασ.
τουκάνι
[tuˈkani]
Τσουχούρ., Φλογ.
τ͑ουκάν'
[tʰuˈkan]
Ανακ., Αξ., Τροχ., Φλογ.
τ͑οκάν'
[tʰoˈkan]
Μισθ.
Πληθ.
τ͑οκάνια
[tʰoˈkaɲa]
Μισθ., Τροχ.
τϋκένια
[tyˈceɲa]
Σίλ.
Από το μεσν. ουσ. ντουκάνιν, το οπ. από το παλ. τουρκ. ουσ. dükkân = μαγαζί (< περσ.) (Shurukov 2015: 225), όπου και διαλεκτ. τύπ. dukan, tükan και tukan.
Μαγαζί, κατάστημα
Αξ., Σίλ., Τροχ., Φάρασ., Φλογ.
:
Εκεί σο χωριό άνοιξεν ένα τουκάν
(εκεί στο χωριό άνοιξε ένα μαγαζί)
Φλογ.
-Dawk.
'γώ σα κλουρώσω ντουκιάνι μου και να κάτσουμι σου μας τρεις τέσσαρας μέρας
(Εγώ θα κλειδώσω το μαγαζί μου και θα κάτσετε μαζί μας 3-4 μέρες)
Σίλ.
-Συλλ.
Γιόμωσεν σο τουκάν κ' άλα πολά ρίζgι, και πουλεί
(γέμισε το μαγαζί με πολλά είδη υφασμάτων, και πουλά)
Φλογ.
-Dawk.
Το παιδί παίρ το βόιτ αbεgεί σο τουκάνι τ ομbρό
(το παιδί παίρνει το βόδι μπροστά από το μαγαζί εκεί)
Φλογ.
-Dawk.
Ύστερα σαράφος πάλι πήγεν σο τουκάνι τ
(ύστερα ο αργυραμοιβός πήγε ξανά στο μαγαζί του)
Φλογ.
-Dawk.
Παγαίννει 'ς τϋκιάνιν ντου
(πηγαίνει στο μαγαζί του)
Σίλ.
-Dawk.
Παίραμι κ͑ιρπίτα, παίραμι κωστή ’πό σο τουκάνι
(Αγοράζαμε σπιρτόκουτα, αγοράζαμε κλωστή από το κατάστημα)
Τσουχούρ.
-VLACH
Eδώ πέρα ισ̑ύένα τ͑ουκάν’ δεν έχ̇iς, ένα σ̑έι δεν έχ̇iς, τι άλλ’ τα σ̑άνεις ζενα̈α̈́τια
(Εδώ πέρα δεν έχεις ούτε ένα μαγαζί, δεν έχεις ένα πράγμα, πώς λες ότι κατέχεις τις τέχνες;)
Φλογ.
-ΚΜΣ-CD
Συνών.
αργαστήρι, μαγαζάς :1
β.
Καφενείο
Μισθ.
:
Πουρπάτ ντογρού ομbρό να βρίξεις ντου τ͑οκάν
(περπάτα ίσια μπροστά να βρεις το καφενείο
)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Να πάου μη ντου σύντικλου μ'σου τ͑οκάν
(θα πάω με τον κουμπάρο στο καφενείο
)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ντου χειμό παίνιξαμ' σου τ͑οκάν απ΄ του πρωί τσι ούς του βριαϊ παίιξαμ' σκαμπίλια
(τον χειμώνα πηγαίναμε στο καφενείο από το πρωί και μέχρι το βράδυ παίζαμε χαρτιά
)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Κλώχ'νι σα τοκάνια, πγίν'νι γαϊφέϊα
(Τριγυρνάνε στα καφενεία, πίνουν καφέδες
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.