ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντουλγκέρης (ουσ. αρσ.) ντουλγκέρης [dulˈɟeris] Σίλ. ντουλγκέρ [dulˈɟer] Φάρασ. ντουλγκα̈́ρ [dulˈgær] Φάρασ. ντουλκέρ'ς [dulˈcers] Μαλακ. τουλκέρης [tulˈceris] Σινασσ., Φάρασ. τουλκέρ' [tulˈcer] Φάρασ. τουλκα̈́ρ' [tulˈcær] Αφσάρ. ντϋλκιάρης [dylˈcaris] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. dülger = ξυλουργός.
Ξυλουργός, μαραγκός ό.π.τ. : Ο ντουλγκα̈́ρ φύαξε (Ο μαραγκός κοίταξε) Φάρασ. -Dawk. Πήγι σ’ ένα ντϋλκιάρη, γιαπτíρτζισι οπ’ ξύλου ένα χουτσ̑ί (Πήγε σ’ ένα μαραγκό, τον έβαλε να φτιάξει ένα ξύλινο κουτί) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5