ντουλγκέρης
(ουσ. αρσ.)
ντουλγκέρης
[dulˈɟeris]
Σίλ.
ντουλγκέρ
[dulˈɟer]
Φάρασ.
ντουλγκα̈́ρ
[dulˈgær]
Φάρασ.
ντουλκέρ'ς
[dulˈcers]
Μαλακ.
τουλκέρης
[tulˈceris]
Σινασσ., Φάρασ.
τουλκέρ'
[tulˈcer]
Φάρασ.
τουλκα̈́ρ'
[tulˈcær]
Αφσάρ.
ντϋλκιάρης
[dylˈcaris]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. dülger = ξυλουργός.
Ξυλουργός, μαραγκός
ό.π.τ.
:
Ο ντουλγκα̈́ρ φύαξε
(Ο μαραγκός κοίταξε)
Φάρασ.
-Dawk.
Πήγι σ’ ένα ντϋλκιάρη, γιαπτíρτζισι οπ’ ξύλου ένα χουτσ̑ί
(Πήγε σ’ ένα μαραγκό, τον έβαλε να φτιάξει ένα ξύλινο κουτί)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5