ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντουβάχι (ουσ. ουδ.) ντουβάχ' [duˈvax] Ανακ., Αξ. τουβάχ' [tuˈvax] Σινασσ. ντι̂βάχ [dɯˈvax] Ανακ. Από το τουρκ. ουσ. duvak = πέπλο, όπου και διαλεκτ. τύπ. duvah και tuvak (THADS, λ. duvah I, TSS, λ. tuvak).
1. Πέπλο Ανακ., Σινασσ.
2. Ειδικότ., νυφικό πέπλο ό.π.τ. : Ύστερα σκεπάστην ένα τουβάχ' αποπάνω ως κάτω (Ύστερα σκεπάστηκε με ένα πέπλο από πάνω ως κάτω) Σινασσ. -Αρχέλ. Και την είπεν να βγάλει αψούτσικα τα τουβάχια της (Της είπε να βγάλει αμέσως τα πέπλα της) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. αλ :2, κιβράκι, μαγνάδι