ντουβάχι
(ουσ. ουδ.)
ντουβάχ'
[duˈvax]
Ανακ., Αξ.
τουβάχ'
[tuˈvax]
Σινασσ.
ντι̂βάχ
[dɯˈvax]
Ανακ.
Από το τουρκ. ουσ. duvak = πέπλο, όπου και διαλεκτ. τύπ. duvah και tuvak (THADS, λ. duvah I, TSS, λ. tuvak).
1. Πέπλο
Ανακ., Σινασσ.
2. Ειδικότ., νυφικό πέπλο
ό.π.τ.
:
Ύστερα σκεπάστην ένα τουβάχ' αποπάνω ως κάτω
(Ύστερα σκεπάστηκε με ένα πέπλο από πάνω ως κάτω)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Και την είπεν να βγάλει αψούτσικα τα τουβάχια της
(Της είπε να βγάλει αμέσως τα πέπλα της)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
αλ :2, κιβράκι, μαγνάδι