ντουζετίζω
(ρ.)
ντουζετίζω
[duzeˈtizo]
Μαλακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. düzetmek = α) τακτοποιώ β) ισιώνω (TS, λ. düzetmek).
Πβ.
ντουζενετίζω,
τουζντιέζω
Ισιώνω, εξομαλύνω