ντούλι
(επίθ.)
ντουλ
[dul]
Ουλαγ.
τουλ
[tul]
Φάρασ.
ντούλι
[ˈduli]
Τσουχούρ.
τούλι
[ˈtuli]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Από το τουρκ ουσ. dul = χήρος -α, όπου και παλαιότ. και διαλεκτ. τύπ. tul (THADS, λ. tul II).
Χήρος -α
ό.π.τ.
:
Aν ντούλι γραία
(Μιά γριά γυναίκα)
Τσουχούρ.
-Dawk.
’ς ε χωρίος ήτουν α ναίκα τουλ γαρί
(Σε ένα χωριό ήταν μιά γυναίκα χήρα γυναίκα)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Η παπαδία ’πόμ'νινι τούλι
(Η παπαδιά απέμεινε χήρα)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Η επέ μου η μακαρισμέντσα ήρτιν 'σ' το μελμεκέτι τούλι, τον σερνικό του πήραν dα oι Τούρτσ̑οι σ' εσκέρι
(Η γιαγιά μου η μακαρίτισσα ήρθε από την πατρίδα χήρα, τον άντρα της τον πήραν οι Τούρκοι στο στρατό)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Συνών.
χήρα