ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντούλη (ουσ.) ντουλ [dul] Ουλαγ. ντούλη [ˈduli] Τσουχούρ. τούλη [ˈtuli] Τσουχούρ., Φάρασ. τουλ [tul] Φάρασ. Από το τουρκ ουσ. dul = χήρος -α (< παλ. τουρκ. tul), όπου και διαλεκτ. τύπ. tul (THADS, λ. tul II).
Χήρα ό.π.τ. : Aν ντούλη γραία (Μια γριά γυναίκα) Τσουχούρ. -Dawk. Σ’ ε χωρίος ήτουν α ναίκα τουλ γαρί (Σε ένα χωριό ήταν μιά γυναίκα χήρα γυναίκα) Φάρασ. -Παπαδ. Η παπαδία ’πόμ'νινι τούλη (Η παπαδιά απέμεινε χήρα) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. χήρα