ντουπαρά
(ουσ.)
ντουπαρά
[dupaˈra]
Μαλακ.
ντουπαράδια
[dupaˈraðʝa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. dubara = α) στο τάβλι, οι διπλές β) απάτη.
Απάτη