ντουρουττώ
(ρ.)
ντουρουττού
[duru'tu]
Ουλαγ.
ουρουτώ
[uruʹto]
Φλογ.
Αόρ.
τουρούτ'σα
[tuʹrutsa]
Φλογ.
Παθ. Αόρ.
ετουρντιέστα
[eturˈdʝesta]
Φάρασ.
ετουρτιέστα
[eturˈtçesta]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. durutmak/turutmak = κάνω κάποιον/κάτι να σταματήσει (TSS, λ. durutmak).
1. Ενεργ., σταματώ κάτι
Ουλαγ., Φλογ.
:
Tί μας τουρούτ'σες κι εδαρά γιατί μας γιολαντάς;
(Γιατί μας σταμάτησες και τώρα γιατί μας διώχνεις;)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
2. Μεσοπαθ., σταματώ ή τελειώνω εγώ
Φάρασ.
:
Άφ' ετουρντιέστη το τίτο μας
(Τελείωσε πια το πράγμα μας, η υπόθεσή μας)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.