ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντουρουττώ (ρ.) ντουρουττού [duru'tu] Ουλαγ. ουρουτώ [uruʹto] Φλογ. Αόρ. τουρούτ'σα [tuʹrutsa] Φλογ. Παθ. Αόρ. ετουρντιέστα [eturˈdʝesta] Φάρασ. ετουρτιέστα [eturˈtçesta] Φάρασ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. durutmak/turutmak = κάνω κάποιον/κάτι να σταματήσει (TSS, λ. durutmak).
1. Ενεργ., σταματώ κάτι Ουλαγ., Φλογ. : Tί μας τουρούτ'σες κι εδαρά γιατί μας γιολαντάς; (Γιατί μας σταμάτησες και τώρα γιατί μας διώχνεις;) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812
2. Μεσοπαθ., σταματώ ή τελειώνω εγώ Φάρασ. : Άφ' ετουρντιέστη το τίτο μας (Τελείωσε πια το πράγμα μας, η υπόθεσή μας) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ.