ντουρουλτίζω
(ρ.)
ντουρουλτίζω
[durulˈtizo]
Μαλακ.
τουρουλτίζω
[turulʹtizo]
Φάρασ.
Αόρ.
ντουρούλτ'σα
[duˈrultsa]
Μαλακ.
τουρούλτ'σα
[turultsa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. durulmak = α) για υγρά, κατασταλάζω β) μτφ., τακτοποιούμαι, κατασταλάζω.
Κατασταλάζω, κατακάθομαι