κάθομαι
(ρ.)
κάθομαι
[ˈkaθome]
Ανακ., Τελμ., Φλογ.
κάθομι
[ˈkaθomi]
Τσουχούρ.
κάθουμι
[ˈkaθumi]
Μαλακ., Μισθ., Φάρασ.
κάχομαι
[ˈkaxome]
Αξ.
κάχουμαι
[ˈkaxume]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ.
κάχουμι
[ˈkaxumi]
Μισθ., Σεμέντρ., Τσαρικ.
κάρουμαι
[ˈkarume]
Αραβαν., Γούρδ.
κάγομαι
[ˈkaɣome]
Ουλαγ.
κάομαι
[ˈkaome]
Αραβ., Ουλαγ.
κάσουμου
[ˈkasumu]
Σίλ.
κάτομαι
[kaˈtomaste]
Αραβ.
Παρατατ.
καθούμαν
[kaˈθuman]
Μαλακ.
καθούταμαι
[kaˈθutame]
Σίλατ.
καχούτονμαι
[kaˈxutonme]
Αξ.
καχότομαι
[kaˈxotome]
Σεμέντρ.
καχότομι
[kaˈxotomi]
Τσαρικ.
καχόουμι
[kaˈxoumi]
Μισθ.
καρόμουν
[kaˈromun]
Αραβαν.
καθίνισκα
[kaˈθiniska]
Αραβ.
καθούμουν
[kaˈθumun]
Μαλακ., Σίλατ., Φλογ.
κασινόνdζ̑ισκα
[katsiˈnondʒiska]
Σίλ.
κασινόσκα
[katsiˈnoska]
Σίλ.
Αόρ.
έκατσα
[ˈekatsa]
Γούρδ.
έκατσ̑α
[ˈekatʃa]
Γούρδ., Ουλαγ., Τσαρικ., Φερτάκ.
έκασα
[ˈekasa]
Τελμ.
κάτισα
[ˈkatisa]
Αραβ.
κάτ'σα
[ˈkatsa]
Αξ., Αφσάρ., Μαλακ., Ποτάμ., Φάρασ., Φλογ.
κάτζα
[ˈkadza]
Φάρασ.
κάθισα
[ˈkaθisa]
Ποτάμ.
Προστ.
κάτσε
[ˈkatse]
Αραβ., Μισθ.
κάτσι
[ˈkatsi]
Μαλακ.
κάτσ̑ι
[ˈkatʃi]
Σίλ.
Πληθ. Προστ.
κατσέτε
[kaˈtsete]
Ανακ.
Μεσν. ρ. κάθομαι, από το αρχ. ρ. κάθημαι.
1. Κάθομαι, ακουμπώ τα οπίσθια μου σε μία θέση, σε ένα κάθισμα
ό.π.τ.
:
Τσ̑ις καν σέλει ν’ ας κάτσει
(Όποιος θέλει ας καθίσει)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Μισαφίρης ντάμα μας να κάτσ̑’
(Ο επισκέπτης θα κάτσει δίπλα μας)
Αξ.
-Κεσ.
Κάτσε γης
(Κάτσε εδώ)
Αραβ.
-Νίγδελ.Αραβ.
Καχόουσι να φας, πιο γλυτσ̑ύ φαΐ τσόι· νηστικά ήδουμιστι για
(Καθόσουν να φας, πιο γλυκό το φαΐ τότε· αφού ήμασταν νηστικοί)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
'ς τα Ιπιτάφια μαζευούταμαστε, καθούταμεστε, εκεί, όλοι μαζί λέγαμ’ τ’ αγι̂́τια
(Στον Επιτάφιο μαζευόμαστε, καθόμασταν εκεί και λέγαμε τους επιτάφιους θρήνους)
Σίλατ.
-ΙΛΝΕ 812
'ς τα Ιπιτάφια μαζευούταμαστε, καθούταμεστε, εκεί, όλοι μαζί λέγαμ’ τ’ αγι̂́τια
(Στον Επιτάφιο μαζευόμαστε, καθόμασταν εκεί και λέγαμε τους επιτάφιους θρήνους)
Σίλατ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Φρ.
Κάτσε ορτά/καλά
(Κάτσε σωστά/καλά˙ μείνε ήσυχος)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Κάχουμαι στο κεφάλι τ’
(Κάθομαι στο κεφάλι του˙ κάθομαι δίπλα του)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Κάτσεν πολύ απάνω μ’
(Έκατσε πολύ πάνω μου˙ μου κόστισε πολύ) Πβ. τουρκ. φρ. <em>pahalıya oturmak</em> (μου κόστισε ακριβά, όπου <em>pahalı</em> = ακριβά, <em>oturmak</em>=κάθομαι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Κάχεται απάνω στα αγκάγια
(Κάθεται πάνω στα αγκάθια˙ είναι πολύ ανήσυχος για κάτι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Κάτσε ‘ς κατά τα ρούχα σ’
(κάτσε σύμφωνα με τα ρούχα σου˙ μην αναμειγνύεσαι σε υποθέσεις άλλων)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Κάρεται 'ς αgάρια απάνω
(Κάθεται στ' αγκάθια απάνω˙ το ίδιο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
2. Κάθομαι, βρίσκομαι σε ένα χώρο καθιστός
ό.π.τ.
:
Σο ένα σο μέρο κάθονται οι γιριές, σο ένα σο μέρο τα άνdρες κάθονται
(Στο ένα μέρος κάθονται οι ηλικιωμένες γυναίκες, στο άλλο το μέρος κάθονται οι άντρες)
Ανακ.
-Cost.
Κάχουμι σου σκιάους
(Κάθομαι στην σκιά)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Έκατσαμ' να φάμ' μι δα γορόνια
(Καθίσαμε να φάμε με τους γέροντες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Έκατσαν σο σοφρά, έφαγαν
(Έκατσαν στον σοφρά και έφαγαν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Φρ.
Κολόκα κάτ’ στ’ αβγά, βγάλλ’ πουλιά
(Η κλώσσα κάθεται στα αβγά της, βγάζει πουλιά˙ η κλώσα κλωσσάει)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Ασμ.
Καρσού για καρσού 'ς τα παραθύρια σου καθούτσαν δυό αδελφάδες
(Αντικριστά στα παραθύρια σου κάθονταν δύο αδελφές)
Μαλακ.
-Παχτ.
β.
Κατ’ επέκτ. στέκομαι
Αξ., Αραβαν., κ.α., Μισθ.
:
Μύα έκατσι σ̑έρι μ’απάνου
(Η μύγα έκατσε πάνω στο χέρι μου
)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Το πουλί πετ-τά […] παίν’, γκάχεται 'ς του κειουν’ το κεφάλ’
(Το πουλί πετάει, πάει και κάθεται σε εκείνου το κεφάλι
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Στο γονάχ’ ένα ναίκα καχούτον ‘ς πεντζερέ
(Στο κονάκι μιά γυναίκα καθόταν στο παράθυρο
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Πατισ̑άχος καρότουν σο γαλέ απάνω
(Ο βασιλιάς καθόταν πάνω στον πύργο
)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
3. Αναμένω κάτι μἐνοντας σταθερός στην θέση μου
Αξ., κ.α., Σίλ.
:
Κάτσι περνούσ’ τα Άια
(Περίμενε, περνούν τα Άγια)
Μισθ., Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Κάα ας φέρου λίου ντ’ αυτοκίν’ τσ̑αά σου σκιάφους
(Κάτσε να φέρω λίγο το αυτοκίνητο εδώ στον ήσκιο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Τσ̑ι κάρεσαι ερού;
(Γιατί κάθεσαι εδώ;)
Γούρδ.
-Dawk.
|| Φρ.
Αν το ψάρ’ με κάχεσαι
(Μην κάθεσαι σαν το ψάρι˙ μη μένεις άφωνος)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Το καχούτονμαι τον ντόπο
(Εκεί στον τόπο που καθόμουν˙ εκεί που καθόμουν, στα καλά καθούμενα, πβ. τουρκ. φρ. <em>oturdğum yerde</em>)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τις να κάτσει μάνα;
(Ποιος θα κάτσει μάνα;˙ ποιος θα είναι στην θέση της μάνας σε ομαδικό παιχνίδι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
4. Για το τουντούρι, εκπέμπω θερμότητα χωρίς όμως να βγάζω φλόγες, κατακάθομαι
Αξ.
:
Τουντούρ’ καχούτον
(Το τουντούρι καθόταν, εξέπεμπε θερμότητα χωρίς φλόγα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
5. Κατοικώ, διαμένω κάπου
Ανακ., κ.α., Μαλακ., Μισθ., Σίλ.
:
Κι πήγαν σ’ ένα άλλου τόπους, που καθούτανι βασιλέγας
(Και πήγαν σε άλλο τόπο όπου έμενε ο βασιλιάς)
Μαλακ.
-Dawk.
Ήρταμ’ στο Νίγντε, επιάσαμ’ σπίτια, εκάτσαμ’ ένα ογντομάdα, ντύο, ένα μήνα
(Ήρθαμε στην Νίγδη, πιάσαμε σπίτια, μείναμε μία εβδομάδα, δύο, ένα μήνα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
'γώ κάσουμου απάνου μαχαλά
(Εγώ μένω στην επάνω γειτονιά)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Φρ.
Γιούλης πααίν’ κάτι τσ̑η μάνα του
(Ο ήλιος πηγαίνει (και) κάθεται στην μάνα του˙ ο ήλιος δύει)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
απομένω, γοντίζω
β.
Ειδικότ., για δάσκαλο, υπηρετώ
Ανακ., Αξ.
:
Κακαβόζης σου παπά μ’ τὸν καιρό έκατσεν
(Ο Κακαβόζης υπηρέτησε ως δάσκαλος στην εποχή του πατέρα μου
)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Φρ.
Ντιάσκαλος κάτσεν
(Δάσκαλος κάθισε
˙
άνοιξε το σχολείο)
Αξ.
-Μαυροχ.
6. Στον αόρ. σωφρονίστηκα, έστρωσα
Αξ.
7. Με ρήμα παρατακτικώς συνδεδεμένο, ασχολούμαι με κάτι
Μισθ., Φλογ.
:
'ς το σπίτι καθούτονε και τραγώδανε
(Στο σπίτι κάθονταν και τραγουδούσαν)
Φλογ.
-Dawk.
Κάτσι να σεργιανίεις
(Κάτσε να κάνεις περίπατο, κάνε περίπατο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
8. Μετά από ρήμα με το οπ. συνδέεται παρατακτικώς με τον σύνδεσμο και (ή και ασύνδετα) για να δείξει ότι η ενέργεια που εκφράζει το κύριο ρήμα βρίσκεται στην αρχή ή σε εξέλιξη ή πλησιάζει στο τέλος
Σίλ., Φάρασ.
:
Νταμλαντα̈́ κι κάτι
(Άρχισε να στάζει)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Γιουμώνει και κάσιτι
(Όπου να είναι γεμίζει (ενν. η στάμνα))
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Έρχουμου κάσουμου
(Έρχομαι, κοντεύω να φτάσω)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Κλαί' τζ̑αι κάται το μαχτσούμι
(Κλαίει συνεχώς το παιδί)
Φάρασ.
-Dawk.
Το μαύρον το βόιδι 'νεστενάζει τσ̑αι κάται
(Το μαύρο το βόδι αναστενάζει διαρκώς)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Πβ.
κείμαι