γοντίζω
(ρ.)
γονdίζου
[ɣοnˈdizu]
Μισθ.
γονdούζω
[ɣonˈduzo]
Αξ.
γουνdίζω
[ɣunˈdizo]
Τελμ.
γουνdι-έζου
[ɣundiˈezu]
Φάρασ.
γονdώ
[ɣonˈdo]
Σίλ.
γονdι-έω
[ɣοndiˈeο]
Φάρασ.
Παρατατ.
qόνdανα
[ˈqondana]
Φλογ.
Αόρ.
qόνσα
[ˈqonsa]
Φλογ.
γούνdισα
[ˈɣundisa]
Τελμ.
Από τον αορ. kondu του τουρκ. ρ. konmak = α) διανυκτερεύω, κατασκηνώνω β) κουρνιάζω και τα παραγωγ. επίθμ. -ίζω ή -ιάζω. Πβ. μεσν. κονεύω = μένω προσωρινά κάπου, διανυκτερεύω.
1. Για πουλιά, κουρνιάζω
ό.π.τ.
:
Το πουλί σε ό,τ͑ινος κεφάλ’ να γονdούσ̑’, βασ̑ιλιός εκείνο να γενεί
(Το πουλί σε όποιου το κεφάλι καθίσει, εκείνος θα γίνει βασιλιάς)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
'φότες γρεφτίνκεν σο πεγάιδι να γονdι-έσουν περντίτζ̑α̈ τζ̑αι να τα σ̑ύρει, ήκ'σ' α σάσι
(Καθώς παραμόνευε στην πηγή να κάτσουν περδίκια και να τους ρίξει, άκουσε μιά φωνή)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Ένα πουλί γονdά ιστάρι απάνου
(Ένα πουλί κάθεται πάνω στον αργαλειό)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
|| Ασμ.
Έναν πουλί και τζι πουλί να τρώγει, να γουνdίζει
πήγαινε και γούνdισε σου ξένου το μορμόρι (Ένα πουλί και τι πουλί να τρώει, να κουρνιάζει,
πήγαινε και κούρνιασε στου ξένου το μνήμα) Τελμ. -Lag.
πήγαινε και γούνdισε σου ξένου το μορμόρι (Ένα πουλί και τι πουλί να τρώει, να κουρνιάζει,
πήγαινε και κούρνιασε στου ξένου το μνήμα) Τελμ. -Lag.