γονικός
(επίθ.)
γονικός
[ɣoniˈkos]
Σινασσ.
γοϊνικός
[ɣoiniˈkos]
Σινασσ.
'οϊνικός
[oiniˈkos]
Σινασσ.
Μεταγν. επίθ. γονικός. Ο τύπ. γοϊνικός κατά το γονιός, όπου και τύπ. γοϊνός με μετάθ. Ο μεσν. τύπ. ἰγονικός (πβ. Χρον. Μορ. Η 1386 «ἀφέντης εἰς τὰ κάστρη μας κ’ εἰς τὸ ἰγονικόν μας») πιθ. με περαιτέρω μετάθ. του [i].
1. Αυτός που αναφέρεται στους γονείς
ό.π.τ.
2. Ως ουσ. ουδ. πληθ., οι γονείς
ό.π.τ.
:
Θα πάγω στα γοϊνικά μου
(Θα πάω στους γονείς μου)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Φρ.
Ανάθεμα στα γονικά τ’
(Ανάθεμα στους γονείς του˙ αρά)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Ασμ.
Πάνε κόρη μ' στη μάνα σου, πάνε στα γονικά σου
(Πήγαινε κόρη στην μάνα σου, πήγαινε στους γονείς σου)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Συνών.
βαβάς, γονιός