γορκουλούχ
(ουσ. ουδ.)
γορκ͑ουλούχ
[ɣorkʰuˈlux]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. korkuluk = α) σκιάχτρο β) υποστηρικτικός τοίχος ή φράκτης.
Πβ.
κορχολού
1. Σκιάχτρο
Συνών.
αλιμπιλάχος, φοβέρι
2. Μικρό δωμάτιο ανάμεσα στους μεσότοιχους της κατοικίας, όπου οι ένοικοι κρύβονταν σε περίπτωση κινδύνου, κρυψώνα
Συνών.
κρυψώνα, φωλιά :2