ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γουβέτασι (ουσ. ουδ.) γουβέτασ̑ι [ɣuˈvetaʃi] Μισθ. κουβέτασι [kuˈvetasi] Τροχ. Από την τουρκ. φρ. kuvvet taşı = δοκίμι, βαριά πέτρα για ανταγωνιστική δοκιμασία δύναμης (Redhouse).
Παιχνίδι που έπαιζαν τα αγόρια, κατά το οπ. οι παίκτες με την σειρά πετούσαν μιά βαριά πέτρα και νικητής έβγαινε αυτός που την ἐρριχνε πιο μακριά ό.π.τ.