γουλά
(επίθ.)
γουλά
[ɣuˈla]
Μισθ.
Από το τουρκ. kula = για άλογο, ξανθός.
Για βοοειδή, αυτός που έχει ανοιχτό χρώμα, ο ανοιχτόχρωμος
Μισθ.