γουλί (I)
(ουσ. ουδ.)
γουλί
[ɣuˈli]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μισθ., Σινασσ., Τσαρικ., Φερτάκ.
γκουλί
[guˈli]
Ανακ., Ουλαγ., Σίλ., Σινασσ., Φερτάκ.
κ͑ουλί
[kʰuˈli]
Ανακ., Τροχ.
qουλί
[quˈli]
Μαλακ.
Από το ουσ. γούλα 1, όπου και τύπ. κούλα, και το παραγωγ. επίθμ. -ι.
1. Καθεμία από τις κυλινδρικές εξοχές που βρίσκονται στην άνω και κἀτω γωνία του θυρόφυλλου και εισχωρούν στα αντίστοιχα κοιλώματα του ανωφλίου και του κατωφλίου για την περιστροφή της θύρας
Μαλακ.
Συνών.
γούλα :1
β.
Η κοιλότητα, η τρύπα στο ανώφλι και στο κατώφλι μέσα στην οποία έμπαιναν κάθετα οι προεξοχές της άνω και κἀτω γωνίας του θυρόφυλλου ώστε να ανοιγοκλείνει η πόρτα
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μισθ., Σινασσ., Τροχ., Φερτάκ.
:
|| Φρ.
τ͑ύρας ντου γουλί
(Η τρύπα της πόρτας
˙
το στήριγμα της πόρτας)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Να χέσου ντου γουλί σου
(Να χέσω το γουλί (ενν. της πόρτας) σου
˙
ύβρις)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Πήραμ’ ντου πουλί σας, χέσαμε ντου γουλί σας
(Πήραμε το πουλί σας, χέσαμε το γουλί (ενν. της πόρτας) σας
˙
λεγόταν είτε όταν έκλεβαν ένα κορίτσι ή όταν οι άνθρωποι του γαμπρού τον συνόδευαν στην εκκλησία)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
2. Η σφήνα του μάνταλου της θύρας
Αραβαν., Ουλαγ.