ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γούλπι (ουσ. ουδ.) χούλπ͑ι [ˈxulpʰi] Φάρασ., Φκόσ. γκουλέπ' [guˈlep] Φλογ. Πληθ. γούλπια [ˈɣulpça] Σίλ. χούλπα [ˈxulpa] Φκόσ. Από το τουρκ. ουσ. kulp = χερούλι αγγείου (< αραβ. ḳulb = κρίκος). Πβ. και παλαιότ. τουρκ. ουσ. gülepe = μεταλλικός δίσκος ή κρίκος.
1. Χερούλι αγγείου Σίλ., Φάρασ., Φκόσ. Συνών. λάβος, χέρι :4
2. Λαβή της πόρτας Φλογ.