γούλπι
(ουσ. ουδ.)
χούλπ͑ι
[ˈxulpʰi]
Φάρασ., Φκόσ.
γκουλέπ'
[guˈlep]
Φλογ.
Πληθ.
γούλπια
[ˈɣulpça]
Σίλ.
χούλπα
[ˈxulpa]
Φκόσ.
Από το τουρκ. ουσ. kulp = χερούλι αγγείου (< αραβ. ḳulb = κρίκος). Πβ. και παλαιότ. τουρκ. ουσ. gülepe = μεταλλικός δίσκος ή κρίκος.
2. Λαβή της πόρτας
Φλογ.