γουλλαντίζω
(ρ.)
γουλ-λανdίζω
[ɣullanˈdizo ]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. kullanmak (αόρ. kullandı) = χρησιμοποιώ, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω,
Χρησιμοποιώ
Φάρασ.
:
|| Φρ.
Γουλ-λανdίζω 'χ̇ίλε
(Χρησιμοποιώ το μυαλό μου˙ σκέφτομαι)
Φάρασ.
-Αναστασ.Τ
Συνών.
δουλεύω :5, τασιτίζω