ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γουλλαντίζω (ρ.) γουλ-λανdίζω [ɣullanˈdizo ] Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. kullanmak (αόρ. kullandı) = χρησιμοποιώ, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω,
Χρησιμοποιώ Φάρασ. : || Φρ. Γουλ-λανdίζω 'χ̇ίλε (Χρησιμοποιώ το μυαλό μου˙ σκέφτομαι) Φάρασ. -Αναστασ.Τ Συνών. δουλεύω :5, τασιτίζω