δουλεύω
(ρ.)
δουλεύω
[ðuˈlevo]
Ανακ., Μαλακ., Φλογ.
δουλεύου
[ðuˈlevu]
Μισθ.
ντουλεύω
[duˈlevo]
Αραβαν.
ντουλεύου
[duˈlevu]
Μαλακ., Σίλ.
ντιλεύω
[diˈlevο]
Αξ., Αραβαν.
ζουλεύω
[zuˈlevo]
Φάρασ.
Παρατατ.
δούλευα
[ˈðuleva]
Ποτάμ., Σινασσ., Φερτάκ.
ντούλευνα
[ˈdulevna]
Σίλ.
Υποτ.
ντουλέψου
[duˈlepsu]
Μισθ.
Αρχ. δουλεύω = είμαι δούλος. Ο τύπ. ζουλεύω με τροπή του [ð] σε [z], βλ. Rohlfs (1947: 316).
1. Αμτβ., εργάζομαι, ασκώ χειρωνακτική ή πνευματική εργασία για βιοπορισμό
Αραβαν., κ.α., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Φλογ.
:
Γιαυτού τ' ντουλεύ' σ' ένα εργοστάσιο
(η ίδια δουλεύει σε ένα εργοστάσιο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Δεν πρέκοβεν, έν’ αμαρτία, όποιος δούλευεν τη γιορτή
(Δεν πρόκοβε, είναι αμαρτία όποιος δούλευε ημέρα γιορτής)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ326
Άμα να νάχεις μπαμπάς, δε ντούλευνες
(Αν είχες πατέρα, δεν δούλευες)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Εκεί αγάδες ήμασταν· τα Τούρκα μάς κλάδευαν, δούλευαν ’ς αμbέλια
(Εκεί ήμασταν αφεντικά· οι Τούρκοι κλάδευαν για μας, δούλευαν στα αμπέλια)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
καμναίνω, τσαλιστίζω
2. Προσφέρω επ’ αμοιβή τις υπηρεσίες μου
κ.α., Μισθ.
:
Να έρτου σε σένα να ντουλέψω για υπάλληλος
(Να έρθω σε σένα να δουλέψω ως υπάλληλος)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Δούλευε χωρίς απολαβή
(Δούλευε χωρίς αμοιβή)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Ασμ.
Δούλεψε, ξένε μ' δούλεψε, κι εγώ να σε παντρέψω
Πάλι ο ξένος δούλευεν στον τόπον για να πάγει (Δούλεψε, ξένε μου, δούλεψε, κι εγώ θα σε παντρέψω
Πάλι ο ξένος δούλευε στον τόπο του για να πάει) Σινασσ. -Αρχέλ.
Πάλι ο ξένος δούλευεν στον τόπον για να πάγει (Δούλεψε, ξένε μου, δούλεψε, κι εγώ θα σε παντρέψω
Πάλι ο ξένος δούλευε στον τόπο του για να πάει) Σινασσ. -Αρχέλ.
3. Καταβάλλω μόχθο για να ολοκληρώσει μία εργασία
Μισθ.
:
Αφού ανdέχουμ', ας ντουλέψουμ'
(Αφού αντέχουμε, ας κοπιάσουμε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
4. Για επιχείρηση, έχω εμπορική κίνηση και αποφέρω κέρδη
Μισθ.
:
Ούλα α μαγαζιά τ’νι ντουλεύ’νι
(όλα τα μαγαζιά τους δουλεύουν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
5. Χρησιμοποιώ
Φλογ.
:
Είχε κι ένα πεγάδ’ που το δούλευαμ’, παίρναμε νερό
(Είχε κι ένα πηγάδι που το χρησιμοποιούσαμε, παίρναμε νερό)
Φλογ.
Συνών.
γουλλαντίζω, τασιτίζω
6. Για μηχάνημα, θέτω σε λειτουργία
Μισθ.
:
Πήα ποίκα δου επισκευή για να ντουλέψουμ' εκείνου 'ου τρακτέρ
(Πήγα, έκανα την επισκευή για να θέσουμε σε λειτουργία εκείνο το τρακτέρ)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
7. Επεξεργάζομαι κάτι, δίνω σχήμα σε κάτι, μορφοποιώ
Μισθ.
:
Εκείνα δα χρυσά δα τσ̑ουσζμάϊα ντουλιβγιόδαν στους τόρνους
(Εκείνες οι χρυσές βρύσες δουλεύονταν (διαμορφώνονταν) στους τόρνους)
-ΑΠΥ-ΕΝΔ