ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δουλευτής (ουσ. αρσ.) δουλευτής [ðuleˈftis] Ανακ. ντουλευτσ̑ής [duleˈftʃis] Αραβαν. δουλευτάς [ðuleˈftas] Σινασσ. Μεταγν. ουσ. δουλευτὴς = υπηρέτης. Ο τύπ. δουλευτάς αναλογ. προς τους τύπ. πληθ. σε -άδ-.
1. Εργάτης Ανακ., Αραβαν. : Ιργάζομαι ντουλευτσ̑ής (εργάζομαι ως εργάτης) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.
2. Ως επίθ., εργατικός Αραβαν., Σινασσ. Συνών. δουλευτάρος