δουλευτής
(ουσ. αρσ.)
ντουλευτσ̑ής
[duleˈftʃis]
Αραβαν.
δουλευτάς
[ðuleˈftas]
Σινασσ.
Μεταγν. ουσ. δουλευτὴς = υπηρέτης. Ο τύπ. δουλευτάς αναλογ. προς τους τύπ. πληθ. σε -άδ-.
1. Εργάτης
Αραβαν.
:
Ιργάζομαι ντουλευτσ̑ής
(Εργάζομαι ως εργάτης)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
εργάτης
2. Ως επίθ., εργατικός
Αραβαν., Σινασσ.
Συνών.
δουλευτάρος, Αντίθ
ακαμάτης, οκνιάρης :1, οκνός, τεμπέλης
Τροποποιήθηκε: 27/06/2025