δουλευτής
(ουσ. αρσ.)
δουλευτής
[ðuleˈftis]
Ανακ.
ντουλευτσ̑ής
[duleˈftʃis]
Αραβαν.
δουλευτάς
[ðuleˈftas]
Σινασσ.
Μεταγν. ουσ. δουλευτὴς = υπηρέτης. Ο τύπ. δουλευτάς αναλογ. προς τους τύπ. πληθ. σε -άδ-.
1. Εργάτης
Ανακ., Αραβαν.
:
Ιργάζομαι ντουλευτσ̑ής
(εργάζομαι ως εργάτης)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.