δόξα (I)
(ουσ. θηλ.)
δόξα
[ˈðoksa]
Ανακ., Γούρδ., Δίλ., Μαλακ., Σινασσ., Φάρασ.
ντόξα
[ˈdoksa]
Αραβαν., Μισθ., Τσελτ.
ρόξα
[ˈroksa]
Σίλ.
Αρχ. ουσ. δόξα = α) γνώμη, άποψη β) φήμη γ) δόξα (μεταγν. σημ. ‘επουράνια μακαριότητα, ένδοξο άτομο, η δόξα του Θεού’). Η φρ. Δόξα σοι, ὁ Θεός μεταγν.
1. Στην στερεότυπη φρ. Δόξα σοι ο Θεός
Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ.
:
|| Φρ.
Ντόξα σοι Χεός
(Δόξα σοι ο Θεός˙ ως έκφραση ευγνωμοσύνης προς τον Θεό)
Μισθ., Φάρασ., Σινασσ.
-Κοτσαν.
Ρόξα σοι ο Σεός
(Δόξα σοι ο Θεός˙ το ίδιο)
Σίλ.
-Εκμεκ.
2. Επίσημος θρησκευτικός αρραβώνας, προ του γάμου
Ανακ., Αραβαν., Μαλακ., Τσελτ., Φλογ.
:
Να διεβάσουμ’ - να λαλήσουμ’ δόξα
(Να διαβάσουμε - να πούμε την ευχή του θρησκευτικού αρραβώνα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Το Σάββατο το μεσ̑ημέρ' παίνισ̑καν ση δόξα, νυφιού το σπίτ'
(Το Σάββατο το μεσημέρι (πριν την Κυριακή του γάμου) πήγαιναν στον αρραβώνα, στο σπίτι της νύφης)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812