δοκάνα
(ουσ. θηλ.)
δοκάνα
[ðoˈkana]
Αραβαν., Κίσκ., Φάρασ.
Από τον μεσν. τύπ. δοκάνη του αρχ. ουσ. τυκάνη. Βλ. ΙΛΝΕ, λ. δουκάνη.
Σανίδα με μυτερές απολήξεις στην μία πλευρά, την οπ. έσερναν τα υποζύγια κατά το λίχνισμα των σταχυών ώστε να διαχωριστεί ο καρπός από τα άχυρα
ό.π.τ.
Συνών.
τουκάνι