ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δόντι (ουσ. ουδ.) δόνd' [ðond] Ανακ. δόντσι [ˈðontsi] Γούρδ. δόνgι [ˈðoŋɟi] Φλογ. ντόνgι [ˈdoŋɟi] Σεμέντρ. δόν' [ðon] Φλογ. ντόν' [don] Αξ., Δίλ., Ουλαγ., Τροχ., Φερτάκ. ντόντσ' [donts] Μισθ. ντόντζ' [dondʒ] Τσαρικ. ρόντζι [ˈrondzi] Σίλ. ρόντζ̑ι [ˈrondʒi] Σίλ. ζόντζ̑ι [zondʒi] Αραβαν., Τελμ. ζόντσ̑’ [zontʃ] Τελμ. Πληθ. δόνια [ˈðoɲa] Ανακ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ. δόντσ̑α [ˈðontʃa] Γούρδ. ντόνια [ˈdoɲa] Τροχ. ζόντζ̑α [ˈzondʒa] Τελμ. Από το μεσν. ουσ. δόντι < ὀδόντιον, υποκορ. του αρχ. ὀδούς.
1. Δόντι ό.π.τ. : Ντου ντόντσι μ' πολύ σουλαΐζ' (Με πονά πολύ το δόντι μου) Μισθ. -Κοτσαν. Τσάκωσα το ζόντζ̑ι μ' (Έσπασα το δόντι μου) Αραβαν. -Φωστ. Ιτό μάνα δόνια δεν είχιν (Η μάνα δεν είχε δόντια ) Μαλακ. -Dawk. Ο πoντσικός στο στόμα τ' έχ' κοφτσερά δόντσ̑α (Ο ποντικός στο στόμα του έχει κοφτερά δόντια) Γούρδ. -Καράμπ. Κι εκείνα και λεν «Φέρ' ένα τσ̑όπ' και αζ γουλμμήσουμ' τα ζόντζ̑ια μας». Κι εκείν' ήφερεν ένα τσ̑όπ' και γλΰμμ'σαν τα ζόντζ̑ια τουν (Κι εκείνα είπαν: «Φέρε ένα ξερόκλαδο και ας καθαρίσουμε τα δόντια μας». Κι εκείνη έφερε ένα ξερόκλαδο και καθάρισαν τα δόντια τους) Τελμ. -Dawk. Νεκλετηριού το δόν’ τσακώθην (Το δόντι του δικρανιού έσπασε) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Πήγα ’γώ, πιάσα το, ξέβαλα τα ντόνια τ’ (Πήγα εγώ, τον έπιασα, του έβγαλα τα δόντια) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555 || Φρ. Τα ομbρονά δόνια (Τα μπροστινά δόντια˙ οι κοπτήρες) Μισθ. -Κωστ.Μ. Τα οπίσω δόνια (Τα πίσω δόντια˙ οι τραπεζίτες) Μισθ. -Κωστ.Μ. Zοντζού τα κιριάτα (Τα κρέατα του δοντιού˙ τα ούλα, πβ. τουρκ. diş eti = ούλο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Παροιμ. Σι̂́χτσε τα ζόντζ̑α σ' και μη λαλείς (Σφίξε τα δόντια σου και μη μιλάς˙ κάνε υπομονή) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. δοντάρι
2. Σκελίδα Μισθ. : Ένα ντόντσ̑' σκόρδους (Μιά σκελίδα σκόρδο) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. νύχι
3. Καθένα από τα τέσσερα ή πέντε μικρά ξύλα που μπορούσαν να μετακινηθούν μέσα στο ξύλινο κουτί της κουλούκας, δηλ. της κλειδαριάς Ανακ.