δόντι
(ουσ. ουδ.)
δόνd'
[ðond]
Ανακ.
δόντσι
[ˈðontsi]
Γούρδ.
δόνgι
[ˈðoŋɟi]
Φλογ.
ντόνgι
[ˈdoŋɟi]
Σεμέντρ.
δόν'
[ðon]
Φλογ.
ντόν'
[don]
Αξ., Δίλ., Ουλαγ., Τροχ., Φερτάκ.
ντόντσ'
[donts]
Μισθ.
ντόντζ'
[dondʒ]
Τσαρικ.
ρόνdζι
[ˈrondzi]
Σίλ.
ρόνdζ̑ι
[ˈrondʒi]
Σίλ.
ζόνdζ̑ι
[zondʒi]
Τελμ.
ζόντσ̑’
[zontʃ]
Τελμ.
Πληθ.
δόνια
[ˈðoɲa]
Ανακ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ.
δόντσ̑α
[ˈðontʃa]
Γούρδ.
ντόνια
[ˈdoɲa]
Τροχ.
ζόνdζ̑ια
[ˈzondʒʝa]
Τελμ.
ζόνdζ̑α
[ˈzondʒa]
Τελμ.
Από το μεσν. ουσ. δόντι < ὀδόντιον, υποκορ. του αρχ. ὀδούς.
1. Δόντι
ό.π.τ.
:
Ντου ντόντσι μ' πολύ σουλαΐζ'
(Με πονά πολύ το δόντι μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ιτό μάνα δόνια δεν είχιν
(Η μάνα δεν είχε δόντια )
Μαλακ.
-Dawk.
Ο πoντσικός στο στόμα τ' έχ' κοφτσερά δόντσ̑α
(Ο ποντικός στο στόμα του έχει κοφτερά δόντια)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Κι εκείνα και λεν «Φέρ' ένα τσ̑όπ' και αζ γουλμμήσουμ' τα ζόνdζ̑ια μας». Κι εκείν' ήφερεν ένα τσ̑όπ' και γλΰμμ'σαν τα ζόνdζ̑ια τουν
(Κι εκείνα είπαν «Φέρε ένα ξερόκλαδο και ας καθαρίσουμε τα δόντια μας». Κι εκείνη έφερε ένα ξερόκλαδο και καθάρισαν τα δόντια τους)
Τελμ.
-Dawk.
Νεκλετηριού το δόν’ τσακώθην
(Το δόντι του δικρανιού έσπασε)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Πήγα ’γώ, πιάσα το, ξέβαλα τα ντόνια τ’
(Πήγα εγώ, τον έπιασα, του έβγαλα τα δόντια)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
|| Φρ.
Τα ομbρονά δόνια
(Τα μπροστινά δόντια˙ οι κοπτήρες)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Τα οπίσω δόνια
(Τα πίσω δόντια˙ οι τραπεζίτες)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Zοντζού τα κιριάτα
(Τα κρέατα του δοντιού˙ τα ούλα, πβ. τουρκ. diş eti = ούλο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Σι̂́χτσε τα ζόνdζ̑α σ' και μη λαλείς
(Σφίξε τα δόντια σου και μη μιλάς˙ κάνε υπομονή)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
δοντάρι
3. Καθένα από τα τέσσερα ή πέντε μικρά ξύλα που μπορούσαν να μετακινηθούν μέσα στο ξύλινο κουτί της κουλούκας, δηλ. της κλειδαριάς
Ανακ.