δοξάρι
(ουσ. ουδ.)
δοξάρ'
[ðoˈksar]
Σινασσ.
ντοξάρ'
[dοˈksar]
Μισθ.
τοξάρ'
[tοˈksar]
Μαλακ.
Μεσν. ουσ. δοξάρι(ν), το οπ. από το μεταγν. ουσ. τοξάριον.
2. Τοξοειδές εργαλείο με χορδή για το λανάρισμα των μαλλιών και του μπαμπακιού
Μαλακ., Μισθ.
:
Παίριξαμ’ ντου ντοξάρ’ τσι παίνιξαμ’ να μποίκουμ’ γιοργάνια
(Παίρναμε τα δοξάρια και πηγαίναμε να φτιάξουμε παπλώματα )
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
δοξάρα