ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δοξάρι (ουσ. ουδ.) δοξάρ' [ðoˈksar] Σινασσ. ντοξάρ' [dοˈksar] Μισθ. τοξάρ' [tοˈksar] Μαλακ. Μεσν. ουσ. δοξάρι(ν), το οπ. από το μεταγν. ουσ. τοξάριον.
1. Δοξάρι Σινασσ. Συνών. ιλύδι :3
2. Τοξοειδές εργαλείο με χορδή για το λανάρισμα των μαλλιών και του μπαμπακιού Μαλακ., Μισθ. : Παίριξαμ’ ντου ντοξάρ’ τσι παίνιξαμ’ να μποίκουμ’ γιοργάνια (Παίρναμε τα δοξάρια και πηγαίναμε να φτιάξουμε παπλώματα ) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. δοξάρα