ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δόξα (II) (ουσ. θηλ.) δόξα [ˈðoksa] Ανακ., Γούρδ., Δίλ., Σινασσ. ντόξα [ˈdoksa] Αραβαν., Μισθ. Από το αρχ. ουσ. τόξον (με μεταγν. σημ. ‘ουράνιο τόξο’), παρετυμολογικώς προς το δόξα (Ι). Η σημ. 1 νεότ.
1. Το ουράνιο τόξο Ανακ., Γούρδ., Δίλ., Μισθ., Σινασσ. : Τράναναμ’ τη δόξα και μετανοιζούταμεστε (Κοιτάγαμε το ουράνιο τόξο και κάναμε μετάνοιες) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 || Φρ. Άιο ντόξα (Άγια δόξα˙ Ουράνιο τόξο) Μισθ. -Μακρ. Συνών. ζωνάρι :2, καμάρα :4, τσατμά :4
2. Χωρίστρα Μισθ. Συνών. χωρισιά :3