δόξα (II)
(ουσ. θηλ.)
δόξα
[ˈðoksa]
Ανακ., Γούρδ., Δίλ., Σινασσ.
ντόξα
[ˈdoksa]
Αραβαν., Μισθ.
Από το αρχ. ουσ. τόξον (με μεταγν. σημ. ‘ουράνιο τόξο’), παρετυμολογικώς προς το δόξα (Ι). Η σημ. 1 νεότ.