δονταράτης
(επίθ.)
δανdαράτ'ς
[ðandaˈrats]
Φάρασ.
Πληθ.
δανdαράτοι
[ðandaˈrati]
Θηλ.
δανdαράτ'σσα
[ðandaˈratsa]
Φάρασ.
Από το ουσ. δοντάρι, όπου και τύπ. δανdάρι, και το παραγωγ. επίθμ. -άτος > -άτης.
Αυτός που έχει μεγάλα δόντια
Συνών.
δοντιάρης