διψάδα
(ουσ. θηλ.)
λιψάγια
[liˈpsaʝa]
Αξ.
Από το ουσ. δίψα, όπου και τύπ. λίψα, και το παραγωγ. επίθμ. -άδα, με ανάπτ. μεσοφωνηεντικού [ʝ] μετά από την αποβολή του [ð].