ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δισάκκι (ουσ. ουδ.) δισάκκι [ðiˈsaci] Σινασσ., Τροχ. δισάκκ' [ðiˈsak] Ανακ. δισέκκ’ [ðiˈsek] Ποτάμ. ντϋσἐκ’ [dyˈsek] Τελμ. σάκ' [sac] Αραβαν. σ̑άτσ̑' [ʃatʃ] Μισθ. σέκ̑κ̑’ [sec] Αραβαν., Μισθ., Φλογ. σέτσι [ˈsetsi] Μισθ. σέτσ’ [sets] Μισθ. τ'σεκ’ [tsek] Αραβαν., Φερτάκ. Από το μεσν. ουσ. δισάκκιν, το οπ. από μεταγν. ουσ. δισάκκιον. Οι τύπ. ντüσἐκκ’, τ'σἐκκ', σἐκκ’ με προσθίωση του [a] > [e] υπό την επίδρ. του ληκτ. [i] κατά τα πρότυπα της τουρκ. φωνηεντικής αρμονίας (Dawkins 1916: 65). Βλ. και ΙΛΝΕ (λ. δισάκκι).
Σάκκος αποτελούμενος από δύο επιμέρους σάκκους ενωμένους μεταξύ τους στο επάνω τμήμα τους, ο οποίος τοποθετείται στους ώμους του ανθρώπου ή στην ράχη υποζυγίου για την μεταφορά τροφίμων, ρουχισμού ή προϊόντων ό.π.τ. : Παίρ' ένα δισάκκι και παγαίνει πάλε, σέμεν απέσω, γιόμωσεν το δισάκκι τ' (Παίρνει ένα δισάκκι και πηγαίνει πάλι, μπήκε μέσα, γέμισε το δισάκκι του) Σινασσ. -Αρχέλ. Το σ̑κυλί και το πισίκα παγαίνισ̑καν, έκλεφταν ασ' σου τσ̑ιφτσ̑ιδιούς 'σ' σα δισέκκια τα ψωμικά (Το σκυλί και η γάτα πήγαιναν και έκλεβαν από τα δισάκκια των αγροτών τα τρόφιμα) Ποτάμ. -Dawk. Φόρτου ντου σ̑άτσ̑' σου γαϊdούρ' απάν' τμι σ' αbέλ' (Φόρτωσε το δισάκκι πάνω στο γαϊδούρι και πήγαινε στ' αμπέλι) Μισθ. -Κοτσαν. || Ασμ. Με δάκρυα τα ζύμωνα, με τα κλαητά το κόλλησα
και με τ' αναστενάγματα στο δισάκκι το πάτησα
(Με δάκρυα τα ζύμωνα (τα παξιμάδια), με τα κλάματα τα έψησα,
και με τ' αναστενάγματα τα έβαλα μέσα στο δισάκκι)
Σινασσ. -Lag.
Συνών. δισακκίτσι, τερκί, χαραμπάς