ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δίσκος (ουσ. αρσ.) δίσκος [ˈðiskos] Ανακ., Γούρδ., Φλογ. ντίσκος [ˈdiskos] Αραβαν. ντίσκους [ˈdiskus] Μισθ. 'ίσκος [iskos] Φλογ. ρίσκους [ˈriskus] Σίλ. Πληθ. ντίσκογια [ˈdiskoja] Μισθ. Αρχ. ουσ. δίσκος.
Στρογγυλό επίπεδο αντικείμενο μικρού πάχους, δίσκος ζυγαριάς, σερβιρίσματος, εκκλησίας ό.π.τ. : Και τα μαλλιά τα κόφταμε όλα και τα ζυγιάζαμε με καθαρό κερί, δηλ. ένα δίσκο (ζυγαριάς) είχε το κερί, το άλλο τα μαλλιά Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Γιόμουσαν ντίσκογια χέκαν γεμίσια (Γέμισαν δίσκους, έβαλαν φαγητά) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. ταμπάκι