ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δοικώ (ρ.) δοικώ [ðiˈko] Φλογ. ντοικώ [diˈko] Αξ., Μισθ. δοικίζω [ðiˈcizo] Ανακ., Σινασσ. ντοικίζω [diˈcizo] Αραβαν. ντοιτσ̑ίζου [diˈtʃizu] Μισθ. Αόρ. ντοίκισα [ˈdicisa] Γούρδ. δοίκ'σα [ˈðiksa] Αξ., Σινασσ. ντοίτσ̑ησα [ˈditʃisa] Μισθ. Υποτ. δοικήσω [ðiˈciso] Φλογ. ντοικίσω [diˈcisο] Αραβαν., Γούρδ. ντοιτσ̑ήσου [diˈtʃisu] Μισθ. Παθ. ντοικίζουμαι [diˈcizume] Αραβαν. δοικιούμαι [ðiˈcume] Γούρδ., Σινασσ. δοικούμαι [ðiˈkume] Καππ. δοικιέμαι [ðiˈceme] Ανακ. δοικιέμι [ðiˈcemi] Μαλακ. ντοικιέμαι [diˈceme] Αξ. ντοιτσ̑έμαι [diˈtʃeme] Τσαρικ. Παρατατ. ντοικιόμουν [diˈcomun] Αραβαν. Αόρ. εδοικήθα [eðiˈciθa] Τελμ. δοικήθα [ðiˈciθa] Ανακ., Μαλακ., Σινασσ., Τροχ. δοικήχα [ðiˈcixa] Γούρδ. ντοικήχα [diˈcixa] Αξ., Μπέηκ. ντοιτσ̑ήχα [diˈtʃixa] Μισθ. ντοικήα [diˈcia] Αξ. Προστ. ντοιτσ̑ήσου [diˈtʃisu] Μισθ. Μτχ. ντοικεμένο [diceˈmeno] Αξ. ντοικημένο [diciˈmeno] Αραβαν. Από το αρχ. ρ. διοικῶ =διαχειρίζομαι τα του οίκου με απλοπ. των δύο διαδοχικών [ii]. Οι τύπ. -ίζω με μεταπλ. πιθ. αναλογ. προς το συνών. ευλογώ, όπου και τύπ. βλογίζω. Απίθανη η ετυμολογική πρόταση του Κωστάκη (1977: 212, υποσημ. 1) ότι το ντοικιέμαι συνδέεται ετυμολογικώς με το δικαιοῦμαι.
1. Κυρίως για άνδρες, ενεργ. παντρεύω ό.π.τ. : Παίν' 'ς το ντοίκ'σεν το παιγί (Πηγαίνει στο αγόρι που το είχε παντρέψει) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Να ντοιτσ̑ήσουμ' παιί μ' (Να παντρέψουμε το παιδί μου) Μισθ. -Κωστ.Μ. Γκρεύεις να ντοικίεις το καμήλι ζ' μι; (Θέλεις να παντρέψεις το καμήλι σου;) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Σήκω, να σε δοικήσουμ' Παρσίχ το κόρ' (Σήκω, να σε παντρέψουμε με την κόρη του Παρσίχη) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. εβερντώ, εβλεντίζω :2, ευλογώ, νικιαχλαντίζω, παντρεύω
2. Κυρίως για άνδρες, μεσοπαθ., παντρεύομαι ό.π.τ. : Ήχ̑ταν ντυό μπαιντιά ορφανά αζ' μάνα, τὄνα παιγί και τ' άλλο κορίτσ̑', Κωσταγίνος και Ελένη· βαβά τ'νε ντοικήχεν ήφερεν ντα αναλι̂́χ' (Ήταν δυο παιδιά ορφανά από μάνα, το ένα αγόρι και το άλλο κορίτσι, ο Κωνσταντίνος και η Ελένη· ο πατέρας τους (ξανα)παντρεύτηκε και τους έφερε μητριά) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ακούσαμ' ντοιτσ̑ήχις. Φως 'ς τα μάτια σ'! (Ακούσαμε ότι παντρεύτηκες. Να λάμπουν τα μάτια σου (από ευτυχία)! ) Μισθ. -Κωστ.Μ. Εγώ έχω τ' ναίκα μ', ντοικεμένο 'μαι (Εγώ έχω την σύζυγό μου, παντρεμένος είμαι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. «Τὄνα μας να ντοικηχεί. Μινασι̂́π' εσ̑ύ να ντοικηχείς», είπαν στο μεγάλο· ντοικιέται («Ένας από μας πρέπει να παντρευτεί. Κατάλληλος εσύ (είσαι) να παντρευτείς», είπαν στον μεγάλο (αδερφό)· παντρεύεται ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Δεν το σέμασεν 'ς το νού τ' να δοικεθεί (Δεν το έβαλε στο νου του να παντρευτεί) Σινασσ. -Τακαδόπ. || Ασμ. Τον Μάην αμbέλιν έκοψε, τον Μάην εδοικήθην
Τον Μάην χαμbέρια του 'ρθανε να πάει στο σεφέρι
(Τον Μάη κλάδεψε το αμπέλι, τον Μάη παντρεύτηκε
Τον Μάη του ήρθε ειδοποίηση να πάει στον πόλεμο)
Τελμ. -Αλεκτ.
Συνών. εβλεντίζω :1