δομενεύομαι
(ρ.)
Αόρ.
δομενεύτα
[ðomeˈnefta]
Φάρασ.
Πιθ. από την μτχ. δομένος (βλ. λ. δίνω 5) και το παραγωγ. επίθμ. -εύομαι (Καρολίδης 1885: 160). Λιγότερο πιθανή η ετυμολόγηση του Dawkins (1916: 596) από το ουσ. δαίμονας και το παραγωγ. επίθμ. -εύομαι, με μετάθ. των [e] και [o].
Αμτβ., δαιμονίζομαι, τρελαίνομαι
:
Κουβάν'σε τη ναίκαν ντου, σκότ’σεν ντα, στέρου δομενεύτη ο νομάτ'ς
(Χτύπησε την γυναίκα του, την σκότωσε, μετά τρελάθηκε ο άνθρωπος)
Φάρασ.
-Dawk.
Ο δομένος δομενεύτην πάλι
(Ο τρελός τρελάθηκε πάλι)
Φάρασ.
-Αναστασ.
|| Παροιμ.
Το φρόνιμο πε τα δομένο, να δομενευτεί
(Τον συνετό πες τον τρελό, να τρελαθεί˙ όταν λες συνέχεια κάτι, αυτό γίνεται στο τέλος πιστευτό)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
δαιμονίζομαι :1, ντελεντώ, σαλεύω :4, τσανίζω