ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δόλιος (επίθ.) δόλιος [ˈðoʎos] Σινασσ. δόλιο [ˈðoʎo] Σίλατ., Τελμ. 'όλιο [ˈoʎo] Σίλατ. Αρχ. επίθ. δόλιος.
1. Δόλιος, ύπουλος Σινασσ. Συνών. μουναφίκ :1, πονηρός :1, τσιφτελού, φαλτσής
2. Δυστυχισμένος, κακόμοιρος Σίλατ. : || Ασμ. Αμ την είδεν Γιαννάκης το δόλιο κούπα πέφτει (Όταν την είδε ο Γιαννάκης ο κακόμοιρος πέφτει μπρούμυτα) Σίλατ. -Φαρασόπ. Κάτσανε και τσακίστα και κάθην και τσακιένdαι
και τσακί που να έπεσεν 'ς τον 'όλιο τον Γιαννάκη
(Έκατσαν και ρίξαν κλήρο ξανά και ξανά
κι ο κλήρος έπεσε στον δύστυχο τον Γιαννάκη)
Σίλατ. -ΚΜΣ-CD
Συνών. σεφίλι, φουκαράς