δόλιος
(επίθ.)
δόλιος
[ˈðoʎos]
Σινασσ.
δόλιο
[ˈðoʎo]
Σίλατ., Τελμ.
'όλιο
[ˈoʎo]
Σίλατ.
Αρχ. επίθ. δόλιος.
2. Δυστυχισμένος, κακόμοιρος
Σίλατ.
:
|| Ασμ.
Αμ την είδεν Γιαννάκης το δόλιο κούπα πέφτει
(Όταν την είδε ο Γιαννάκης ο κακόμοιρος πέφτει μπρούμυτα)
Σίλατ.
-Φαρασόπ.
Κάτσανε και τσακίστα και κάθην και τσακιένdαι
και τσακί που να έπεσεν 'ς τον 'όλιο τον Γιαννάκη (Έκατσαν και ρίξαν κλήρο ξανά και ξανά
κι ο κλήρος έπεσε στον δύστυχο τον Γιαννάκη) Σίλατ. -ΚΜΣ-CD Συνών. σεφίλι, φουκαράς
και τσακί που να έπεσεν 'ς τον 'όλιο τον Γιαννάκη (Έκατσαν και ρίξαν κλήρο ξανά και ξανά
κι ο κλήρος έπεσε στον δύστυχο τον Γιαννάκη) Σίλατ. -ΚΜΣ-CD Συνών. σεφίλι, φουκαράς