δοντιάρης
(ουσ. αρσ.)
ντονdζ̑άρ'
[donˈdʒar]
Μισθ.
Από το ουσ. δόντι, όπου και τύπ. ντόντσ', και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης.
Αυτός που έχει μεγάλα δόντια
Συνών.
δονταράτης