ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δοίκημα (ουσ. ουδ.) δοίκημα [ˈðicima] Φλογ. δοίκεμα [ˈðicema] Αραβαν. ντοίκεμα [ˈdicema] Αραβαν. ντοίτσ̑ημα [ˈditʃima] Μισθ. Από το μεταγν. ουσ. διοίκημα = διοικητική πράξη.
Παντρειά ό.π.τ. : Το παιΐν δαρά κρεύ’ δοίκημα (Το παιδί τώρα γυρεύει παντρειά) Φλογ. -ΙΛΝΕ 7 Συνών. εβλέντημα