δοίκημα
(ουσ. ουδ.)
δοίκημα
[ˈðicima]
Φλογ.
δοίκεμα
[ˈðicema]
Αραβαν.
ντοίκεμα
[ˈdicema]
Αραβαν.
ντοίτσ̑ημα
[ˈditʃima]
Μισθ.
Από το μεταγν. ουσ. διοίκημα = διοικητική πράξη.
Παντρειά
ό.π.τ.
:
Το παιΐν δαρά κρεύ’ δοίκημα
(Το παιδί τώρα γυρεύει παντρειά)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 7
Συνών.
εβλέντημα