δοντάρι
(ουσ. ουδ.)
δονdάρι
[ðοnˈdari ]
Αφσάρ., Κίσκ., Φάρασ.
δανdάρι
[ðanˈdari]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Από το μεταγν. ουσ. ὀδοντάριον. Ο τύπ. δανdάρι με υποχωρητ. αφομ.
Δόντι
ό.π.τ.
:
Δέβασ' αdέ σο γέρο α δανdάρι
(Βάλε ένα δόντι μέσα (στο στόμα) του γέρου)
Φάρασ.
-Dawk.
Τα ’μπρό τα δονdάρε
(Τα μπροστινά δόντια, οι κοπτήρες)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-ΚΠ344Β
Του καχού τα δονdάρε
(Τα πλαϊνά δόντια, οι μασητήρες)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-ΚΠ344Β
Δανdαρού τσ̑όπι
(Ξυλαράκι δοντιών, οδοντογλυφίδα)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.
Η μαρκάλτσα, σώστου ν' ακονέσει τα δανdάρε τ'ς τσ̑αι να βγκει, θωρεί τι κανείς τζ̑ό 'νι
(Η δράκαινα, μέχρι να ακονίσει τα δόντια της και να βγει, βλέπει ότι δεν είναι κανένας)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Φρ.
'κόνεσ' τα δονdάρε σου!
(Ακόνισε τα δόντια σου!˙ ειρωνικά, για κάποιον που ετοιμάζεται μάταια να πάρει κάτι)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Αζιλού δανdάρ'
(Γομφιακό δόντι˙ το δόντι γομφίος, τραπεζίτης)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Σφίνg’ τα δονdάρε σου, μη καdζ̑έφ'!
(Σφίξε τα δόντια σου, μη μιλάς!˙ Σε κάποιον όταν είναι έτοιμος να βρίσει)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Λέ' τι: «Δανdάρε τζ̑ό 'χω»· χωρίζει μο τα ξεράδε τσ̑αι τρώ’ τα
(Λέει «Δεν έχω δόντια» αλλά ξεχωρίζει τα ξερά και τα τρώει˙ για εκείνους που κάνουν τους ανήμπορους, αλλά τα καταφέρνουν να πετύχουν τον στόχο τους )
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συρταντεί τα δονdάρε του, τσ̑ι τζ̑ο ψοφά
(Σφίγγει τα δόντια του και δεν ψοφά˙ όταν κάποιος δεν εγκαταλείπει εύκολα μιά προσπάθεια)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
Νούλοι το δονdάρι έχουνdι σο στόμα, τζείνο έχει σην τζοιλία
(Άλλοι έχουν το δόντι στο στόμα, εκείνος το έχει στην κοιλιά˙ για λαίμαργο)
Φάρασ.
-Lag.
Συνών.
δόντι