δόσμα
(ουσ. ουδ.)
δόσμα
[ˈðozma]
Φάρασ.
Μεσν. ουσ. δόσμα = α) δόσιμο β) χτύπημα.
Χτύπημα
Συνών.
δόσιμο :3, κοπανιά :1, κρούσιμο, τοκάτι, τσάκωμα