δράκα
(ουσ. θηλ.)
δράκα
[ˈðraka]
Σινασσ.
Από το μεταγν. ουσ. δράξ.
Ο,τι χωράει στην χούφτα
Σινασσ.
:
Μ’ έδωκε μίαν δράκα φλωριά
(Μου έδωσε μιά χούφτα φλουριά)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
χούφτα